Η λέξη "arrojado" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /a.roˈxa.ðo/
Η λέξη "arrojado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι τολμηρός και ριψοκίνδυνος, που αναλαμβάνει δράση ή ρίσκα χωρίς να φοβάται τις συνέπειες.
"Él es un joven arrojado que siempre busca nuevas aventuras."
(Αυτός είναι ένας τολμηρός νέος που πάντα αναζητά νέες περιπέτειες.)
"Su arrojado comportamiento en la competencia le valió el respeto de todos."
(Η τολμηρή του συμπεριφορά στον διαγωνισμό του χάρισε τον σεβασμό όλων.)
Η λέξη "arrojado" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται στην τολμηρότητα ή την αφοβία.
"Tener un carácter arrojado."
(Να έχεις τολμηρό χαρακτήρα.)
"Actuó con un espíritu arrojado frente a los retos."
(Έδρασε με τολμηρό πνεύμα μπροστά στις προκλήσεις.)
"Ser arrojado no significa ser imprudente."
(Να είσαι τολμηρός δεν σημαίνει να είσαι απερίσκεπτος.)
"Los arrojados son los que cambian el mundo."
(Οι τολμηροί είναι αυτοί που αλλάζουν τον κόσμο.)
"Es arrojado al tomar decisiones importantes."
(Είναι τολμηρός όταν λαμβάνει σημαντικές αποφάσεις.)
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα "arrojar," που σημαίνει "να ρίχνεις" ή "να πετάς", υποδηλώνοντας την έννοια της ρίψης ή της τολμηρής ενέργειας.
Συνώνυμα: - Valiente (Θαραλέος) - Osado (Τολμηρός)
Αντώνυμα: - Cauteloso (Προσεκτικός) - Temeroso (Φοβητσιάρης)