Το "arrojar" είναι ένα ρήμα.
/aˈro.xaɾ/
Το "arrojar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει την ενέργεια του ρίχνω κάτι, συνήθως με δύναμη ή με κάποια σκοπιμότητα. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό κείμενο, αν και μπορεί να είναι πιο συνηθισμένη στις καθημερινές, ομιλητικές καταστάσεις, καθώς και σε διαλόγους.
Η λέξη "arrojar" είναι κατά μέσο όρο συχνά χρησιμοποιούμενη τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
Él decidió arrojar la pelota al río.
(Αυτός αποφάσισε να ρίξει τη μπάλα στο ποτάμι.)
No es seguro arrojar basura en la calle.
(Δεν είναι ασφαλές να πετάς σκουπίδια στον δρόμο.)
La tormenta hacía que el viento arrojará los objetos por los aires.
(Η καταιγίδα έκανε τον άνεμο να πετάει τα αντικείμενα στον αέρα.)
No voy a arrojar la toalla, seguiré luchando.
(Δεν θα ρίξω την πετσέτα, θα συνεχίσω να παλεύω.)
Arrojar luz sobre algo
(Ρίχνω φως σε κάτι) - σημαίνει να ξεκαθαρίζω ή να ερμηνεύω μια κατάσταση.
El informe arroja luz sobre el problema financiero de la empresa.
(Η έκθεση ρίχνει φως στο οικονομικό πρόβλημα της εταιρείας.)
Arrojar perlas a los cerdos
(Ρίχνω μαργαρίτες στους χοίρους) - σημαίνει να παραχωρείς κάτι πολύτιμο σε κάποιον που δεν το εκτιμά.
Η λέξη "arrojar" προέρχεται από το λατινικό "abruĕre" που σημαίνει "ρίχνω μακριά".
Συνώνυμα: - Lanzar (ρίχνω, εκτοξεύω) - Echar (πετάω)
Αντώνυμα: - Recoger (μαζεύω) - Retener (κρατώ)