Το "arrojarse" είναι ρήμα.
/aroˈxaɾse/
Η λέξη "arrojarse" σημαίνει να ρίχνεται ή να πηδάει σε κάτι, είτε κυριολεκτικά, είτε μεταφορικά, και χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δραστηριότητα κάποιου που επιλέγει να εισέλθει σε μια κατάσταση ή να αναλάβει μια δράση με ενθουσιασμό ή αποφασιστικότητα. Είναι ένας τύπος ρήματος που υποδηλώνει έντονη ενέργεια. Στα Ισπανικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με συχνότητα που εξαρτάται από το πλαίσιο. Ωστόσο, είναι πιο συνηθισμένο στον προφορικό λόγο.
Αυτός αποφάσισε να ριχτεί στο νερό.
No tienes que arrojarte a la calle.
Η λέξη "arrojarse" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, εκφράζοντας ενθουσιασμό ή ρίσκο.
Να ριχτείς σε μια περιπέτεια.
Arrojarse sin pensar.
Να ριχτείς χωρίς να σκεφτείς.
No te arrojes de cabeza.
Μην ριχτείς με τα μούτρα.
Arrojarse al abismo.
Να ριχτείς στο άγνωστο.
Si te arrojas, siempre hay un riesgo.
Η λέξη "arrojarse" προέρχεται από το λατινικό "ex-iare", που σημαίνει "να ρίχνεις" και συνδυάζεται με το πρόθεμα "a-", που υποδηλώνει κατεύθυνση ή δράση.
Συνώνυμα: - lanzarse - precipitarse
Αντώνυμα: - retirarse - abstenerse