Arrollar είναι ρήμα.
/aroˈʎaɾ/
Η λέξη arrollar χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει την ενέργεια ή τη διαδικασία του να αναπτύσσεις ή να τυλίγεις κάτι, αλλά μπορεί επίσης να υποδηλώνει την πράξη της συνθλίβης ή της κάλυψης με δύναμη, όπως στην περίπτωση ενός αυτοκινήτου που χτυπά κάτι.
Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια και μπορεί να βρεθεί πιο συχνά σε γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Το αυτοκίνητο παρέσυρε τον πεζό στον δρόμο.
Necesitamos arrollar el papel antes de enviarlo.
Η λέξη arrollar δεν χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να βρεθεί σε κάποιες περιπτώσεις που σχετίζονται με την έννοια του να έχεις επιτυχία ή να επικρατείς σε μια κατάσταση.
Να επιτύχεις με δύναμη.
No dejes que te arrollen los problemas.
Μην αφήσεις να σε παρασύρουν τα προβλήματα.
Arrollar a la competencia.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "rotulare", που σημαίνει "να κυλήσεις".
Συνώνυμα: - aplastar (πιέζω, συνθλίβω) - envolver (τυλίγω)
Αντώνυμα: - deshacer (αποσυνθέτω) - liberar (απελευθερώνω)