Το "arropar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /a.roˈpaɾ/
Η λέξη "arropar" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - ντύνω - καλύπτω - τυλίγω
Η λέξη "arropar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δράση του να ντύσεις κάποιον ή να καλύψεις κάποιον με ρούχα ή άλλα υλικά, συχνά με σκοπό να τον προστατεύσεις από το κρύο ή τις καιρικές συνθήκες. Είναι μια κοινή λέξη στην καθημερινή ομιλία καθώς και σε γραπτές περιγραφές. Χρησιμοποιείται στην καθημερινότητα και συχνά στον προφορικό λόγο.
"Ella siempre arropar a su hijo antes de dormir."
"Πάντα ντύνει τον γιο της πριν κοιμηθεί."
"El abuelo se siente mejor cuando lo arropan bien."
"Ο παππούς νιώθει καλύτερα όταν τον καλύπτουν καλά."
"No olvides arropar el sofá para que no se ensucie."
"Μην ξεχάσεις να καλύψεις τον καναπέ για να μην λερωθεί."
Η λέξη "arropar" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
"Arropar a alguien con cariño."
"Ντύνω κάποιον με τρυφερότητα." (να δείξω φροντίδα και αγάπη)
"Se siente arropado por el amor de su familia."
"Νιώθει καλυμμένος από την αγάπη της οικογένειάς του." (να νιώθεις υποστήριξη ή ασφάλεια)
"Arroparse en un abrigo."
"Τυλίγομαι σε ένα παλτό." (να βάζω ζεστά ρούχα για προστασία)
"Arropar la verdad."
"Καλύπτω την αλήθεια." (να αποκρύψω κάτι)
"No te arropes tanto, hace calor."
"Μην ντύνεσαι τόσο πολύ, κάνει ζέστη." (να μη φοράς υπερβολικά ρούχα)
Η λέξη "arropar" προέρχεται από την ισπανική λέξη "ropa," που σημαίνει "ρούχα." Σημαίνει επομένως την πράξη του ντυσίματος ή της κάλυψης με ρούχα.
envolver (τυλίγω)
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη εικόνα για τη λέξη "arropar" και τη χρήση της στην ισπανική γλώσσα, ειδικά στην περιοχή της Ανδαλουσίας.