Η λέξη "arruga" είναι ουσιαστικό.
/aˈru.ɡa/
Η "arruga" αναφέρεται σε μια ρυτίδα ή τσακίσμα στο δέρμα ή σε άλλο υλικό. Στη γλώσσα των ισπανικών χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της αισθητικής και της ιατρικής, περιγράφοντας τη διαδικασία γήρανσης, όπου το δέρμα χάνει την ελαστικότητα του και σχηματίζει ρυτίδες. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συζητήσεις, αλλά είναι και κοινά συναντώμενη σε γραπτά κείμενα, όπως άρθρα και επιστημονικές δημοσιεύσεις, που σχετίζονται με τη γήρανση.
Las arrugas en su rostro son un signo de sabiduría.
(Οι ρυτίδες στο πρόσωπό της είναι ένα σημάδι σοφίας.)
Es importante cuidar la piel para evitar la formación de arrugas.
(Είναι σημαντικό να φροντίζετε το δέρμα για να αποτρέψετε το σχηματισμό ρυτίδων.)
Las arrugas se pueden reducir con tratamientos de belleza.
(Οι ρυτίδες μπορούν να μειωθούν με θεραπείες ομορφιάς.)
Η "arruga" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες φράσεις για να περιγράψει καταστάσεις ή συναισθήματα.
No dejar que las arrugas te preocupen.
(Μην αφήνεις τις ρυτίδες να σε απασχολούν.)
Las arrugas de la vida nos enseñan lecciones valiosas.
(Οι ρυτίδες της ζωής μας διδάσκουν πολύτιμα μαθήματα.)
Cada arruga cuenta una historia.
(Κάθε ρυτίδα αφηγείται μια ιστορία.)
Η λέξη "arruga" προέρχεται από το λατινικό "rugam", που σημαίνει "τσάκισμα" ή "ρυτίδα".
Συνώνυμα: - Pliegue (δίπλωμα) - Surco (αυλάκι)
Αντώνυμα: - Liso (λεία) - Suave (μαλακό)