Η λέξη "arrugar" σημαίνει "ζαρώνομαι" ή "τσαλακώνομαι". Χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει την πράξη του να γίνεται κάτι ρυτιδωμένο ή τσαλακωμένο, είτε αυτό αναφέρεται σε υλικά (όπως χαρτί ή ρούχα) είτε σε δέρμα (όπως στο πρόσωπο). Είναι μια αρκετά συχνή λέξη στην ισπανική γλώσσα, και χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο.
La camisa se arrugó después de lavarla.
(Η πουκάμισα τσαλακώθηκε μετά το πλύσιμο.)
No arrugues el papel antes de escribir.
(Μην τσαλακώσεις το χαρτί πριν γράψεις.)
Η λέξη "arrugar" χρησιμοποιείται και σε διαφορετικές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Πρόταση: Cuando se enteró de la noticia, arrugó el entrecejo.
(Όταν έμαθε τα νέα, τσαλάκωσε το μέτωπο.)
Arrugar el papel
(Τσαλακώνω το χαρτί)
Πρόταση: A veces, es mejor no arrugar el papel y hacer un borrador.
(Πολλές φορές, είναι καλύτερα να μην τσαλακώσουμε το χαρτί και να κάνουμε ένα προσχέδιο.)
No te arrugues
(Μη λυγίζεις)
Η λέξη "arrugar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "rugare", που σημαίνει "να τσαλακώσω" ή "να ρυτιδώ". Αντικατοπτρίζει την πράξη της δημιουργίας ρυτίδων ή ζαρωμάτων σε κάποια επιφάνεια.
Doblado (διπλωμένο)
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες καταδεικνύουν την πλούσια χρήση και την σημασία της λέξης "arrugar" στην ισπανική γλώσσα.