Ρήμα.
/aruˈinar/
Η λέξη "arruinar" στη γλώσσα Ισπανικά σημαίνει να προκαλέσει καταστροφή ή ζημία σε κάτι, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Χρησιμοποιείται ευρέως και αναφέρεται σε υλικά αντικείμενα, καταστάσεις και σχέσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή και χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, αλλά είναι επίσης κοινή σε γραπτά κείμενα.
Παραδειγματικές προτάσεις:
- La tormenta arruinó la fiesta.
(Η καταιγίδα κατέστρεψε το πάρτι.)
Η λέξη "arruinar" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Πρόταση: No seas pesado, no arruines el juego.
(Μη γίνεσαι ενοχλητικός, μην καταστρέφεις το παιχνίδι.)
Πρόταση: No quiero que arruines la sorpresa de su cumpleaños.
(Δεν θέλω να καταστρέψεις την έκπληξη των γενεθλίων του.)
Πρόταση: El silencio puede arruinar una relación.
(Η σιωπή μπορεί να καταστρέψει μια σχέση.)
Η λέξη "arruinar" προέρχεται από το λατινικό "ruināre", το οποίο σημαίνει "καταστρέφω" ή "προκαλώ ζημία". Αυτή η ρίζα συνδέεται με τον όρο "ruina", που σημαίνει "καταστροφή".
Συνώνυμα: - Destruir (καταστρέφω) - Dañar (ζημιώνω) - Estropear (χαλάω)
Αντώνυμα: - Mejorar (βελτιώνω) - Conservar (διατηρώ) - Proteger (προστατεύω)