Το "arrullar" είναι ρήμα.
/aˈruɾ.laɾ/
Η λέξη "arrullar" σημαίνει να νανουρίζεις ή να λικνίζεις κάποιον με μια ήρεμη και χαλαρωτική κίνηση, συνήθως για να τον κάνεις να κοιμηθεί. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γυναικεία λόγια ή σε περιβάλλοντα όπου οι γονείς ή οι φροντιστές μιλούν στα παιδιά τους. Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, κυρίως σε οικογενειακά ή οικεία περιβάλλοντα.
Voy a arrullar al bebé para que duerma.
(Θα νανουρίσω το μωρό για να κοιμηθεί.)
Ella arrulla a su hijo todas las noches.
(Αυτή λικνίζει το γιο της κάθε βράδυ.)
Le gusta arrullar su guitarra mientras canta.
(Του αρέσει να λικνίζει την κιθάρα του ενώ τραγουδάει.)
Η λέξη "arrullar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές φράσεις, συχνά σχετικές με την καλή διάθεση και την προστασία.
Arrullar el alma.
(Να νανουρίζεις την ψυχή.)
Σημαίνει να προσφέρεις ηρεμία και ανακούφιση σε κάποιον που αισθάνεται πιεσμένος.
Arrullar a alguien con palabras suaves.
(Να λικνίσεις κάποιον με γλυκές λέξεις.)
Αναφέρεται στη χρήση καθησυχαστικών και τρυφερών λέξεων για να ηρεμήσεις κάποιον.
Dejarse arrullar por el viento.
(Να παραδοθείς στο λικνιστό του ανέμου.)
Σημαίνει να απολαμβάνεις την ηρεμία του περιβάλλοντος και να αφήνεσαι να σε πάρει η ροή της στιγμής.
Η λέξη "arrullar" προέρχεται από το λατινικό "arrulare", που σημαίνει "να φέρεις" ή "να φέρεις σε κατάσταση ηρεμίας".
Συνώνυμα:
- Lull (να νανουρίζω)
- Mecerse (να λικνίζω)
Αντώνυμα:
- Despertar (να ξυπνάω)
- Agitar (να ταράζω)