Arrullo είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /aˈru.ʝo/
Η λέξη arrullo αναφέρεται σε έναν ήχο ή έναν τρόπο ομιλίας που είναι ήπιος και χαλαρωτικός, συνήθως συνδεδεμένος με νανουρίσματα που απευθύνονται σε βρέφη. Χρησιμοποιείται και για να περιγράψει το αίσθημα γαλήνης και ασφάλειας που προκαλούν οι ήσυχοι ήχοι. Στη γλώσσα Ισπανικά, είναι πιο συνηθισμένο στον προφορικό λόγο όταν οι γονείς ή οι φροντιστές μιλούν στα παιδιά τους.
Ella canta un arrullo a su bebé antes de dormir.
(Αυτή τραγουδάει ένα νανούρισμα στο μωρό της πριν κοιμηθεί.)
El arrullo del viento entre los árboles es muy relajante.
(Ο ήχος του αέρα ανάμεσα στα δέντρα είναι πολύ χαλαρωτικός.)
Στην Ισπανικά, η λέξη arrullo χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις που αναφέρονται στη γαλήνη και την ηρεμία:
Estar en arrullo de un buen amigo.
(Να είσαι σε γαλήνη με έναν καλό φίλο.) - Αυτή η έκφραση αναφέρεται στο αίσθημα άνεσης που προκαλεί η παρέα ενός πολύ καλού φίλου.
El arrullo de la música suave siempre me tranquiliza.
(Ο ήχος της απαλής μουσικής πάντα με ηρεμεί.) - Αναφέρεται στο πώς η απαλή μουσική μπορεί να δημιουργήσει ένα ήρεμο περιβάλλον.
Η λέξη arrullo προέρχεται από το ρήμα arrullar, το οποίο σημαίνει να νανουρίζω ή να ηρεμώ κάποιον με ήπιο τρόπο, με τις ρίζες του να βρίσκονται πιθανώς σε ρωμαϊκές λέξεις που σχετίζονται με τον ήχο και την κίνηση.
Συνώνυμα: - Nana (νανούρισμα) - Canto suave (ήπιος ήχος)
Αντώνυμα: - Grito (κραυγή) - Ruido (θόρυβος)