Το "arrumbar" είναι ρήμα.
/saru̯mˈβar/
Η λέξη "arrumbar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει τη δράση του να μαζεύει ή να συγκεντρώνει αντικείμενα, συνήθως με έναν τρόπο που υποδηλώνει αποθήκευση ή οργάνωση. Αυτή η λέξη έχει μια πιο καθημερινή ή οικογενειακή χρήση. Στην Ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται πιο κοινά σε προφορικό λόγο, αν και μπορεί να βρεθεί και σε γραπτό λόγο.
Τα παιδιά μάζεψαν τα παιχνίδια στην κούτα.
Es importante arrumbar la ropa sucia antes de lavar.
Η λέξη "arrumbar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και προτάσεις.
Το να μαζέψεις τα πράγματα μπορεί να κάνει το χώρο να φαίνεται πιο μεγάλος.
A veces es necesario arrumbar los problemas para ver las soluciones.
Μερικές φορές είναι απαραίτητο να συγκεντρώσεις τα προβλήματα για να δεις τις λύσεις.
No dejes que la vida te arrumbre; recoge tus sueños.
Μην αφήνεις τη ζωή να σε συγκεντρώνει· μάζεψε τα όνειρά σου.
Arrumbar viejos recuerdos puede ayudar a seguir adelante.
Το να μαζέψεις παλιές αναμνήσεις μπορεί να βοηθήσει να προχωρήσεις.
Antes de la mudanza, tenemos que arrumbar toda la casa.
Η λέξη "arrumbar" προέρχεται από το λατινικό "rumbar," το οποίο με τη σειρά του σχετίζεται με τη λέξη "rumor," που σημαίνει "να συγκεντρώνω ή να συνθλίβω κάτι."
Συνώνυμα:
- juntar (συγκεντρώνω)
- recolectar (συλλέγω)
Αντώνυμα:
- dispersar (διασκορπίζω)
- desordenar (ανακατεύω)