Η λέξη "arsenal" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "arsenal" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι [ˈaɾ.sə.nal].
Η λέξη "arsenal" αναφέρεται συνήθως σε μια εγκατάσταση όπου αποθηκεύονται και συντηρούνται όπλα, πυρομαχικά και άλλος στρατιωτικός εξοπλισμός. Η λέξη χρησιμοποιείται επίσης γενικά για να περιγράψει την αποθήκη ή τη συλλογή πόρων ή εργαλείων ενός ατόμου ή ομάδας. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη "arsenal" έχει σαφή στρατιωτική και ναυτική έννοια, ενώ μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορους χώρους.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "arsenal" είναι σχετικά υψηλή, κυρίως σε στρατιωτικά, ναυτικά και ιστορικά συμφραζόμενα. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Το στρατιωτικό οπλοστάσιο της πόλης είναι καλά προστατευμένο.
Necesitamos más recursos en nuestro arsenal para mejorar la estrategia.
Χρειαζόμαστε περισσότερους πόρους στο οπλοστάσιό μας για να βελτιώσουμε τη στρατηγική.
El arsenal naval del país es de los más avanzados de la región.
Η λέξη "arsenal" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν κάποιες παραδείγματα:
"Πάντα φτάνει στη συζήτηση με μια συλλογή καλά θεμελιωμένων επιχειρημάτων."
Arsenal de habilidades
"Είναι σημαντικό να έχεις μια ευρεία συλλογή δεξιοτήτων στον κόσμο της εργασίας."
Arsenal de recursos
"Η συλλογή πόρων της οργάνωσης έχει αυξηθεί σημαντικά."
Arsenal de conocimientos
Η λέξη "arsenal" προέρχεται από το αραβικό "dār ṣināʿa", που σημαίνει "το σπίτι της κατασκευής". Στη συνέχεια εισήχθη στο Ιταλικό ως "arsenale", και από εκεί πέρασε σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες, συμπεριλαμβανομένων των Ισπανικών και των Ελληνικών.
Συνώνυμα: - Οπλοστάσιο - Αποθήκη όπλων - Βάση
Αντώνυμα: - Καταστροφή - Αποδόμηση
Αυτή η πληροφορία καλύπτει την έννοια και τη χρήση της λέξης "arsenal" στα Ισπανικά, προσφέροντας μια εκτενή άποψη της σημασίας της σε διάφορους τομείς.