arsenal - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

arsenal (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "arsenal" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "arsenal" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι [ˈaɾ.sə.nal].

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "arsenal" αναφέρεται συνήθως σε μια εγκατάσταση όπου αποθηκεύονται και συντηρούνται όπλα, πυρομαχικά και άλλος στρατιωτικός εξοπλισμός. Η λέξη χρησιμοποιείται επίσης γενικά για να περιγράψει την αποθήκη ή τη συλλογή πόρων ή εργαλείων ενός ατόμου ή ομάδας. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη "arsenal" έχει σαφή στρατιωτική και ναυτική έννοια, ενώ μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορους χώρους.

Η συχνότητα χρήσης της λέξης "arsenal" είναι σχετικά υψηλή, κυρίως σε στρατιωτικά, ναυτικά και ιστορικά συμφραζόμενα. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El arsenal militar de la ciudad está bien protegido.
  2. Το στρατιωτικό οπλοστάσιο της πόλης είναι καλά προστατευμένο.

  3. Necesitamos más recursos en nuestro arsenal para mejorar la estrategia.

  4. Χρειαζόμαστε περισσότερους πόρους στο οπλοστάσιό μας για να βελτιώσουμε τη στρατηγική.

  5. El arsenal naval del país es de los más avanzados de la región.

  6. Το ναυτικό οπλοστάσιο της χώρας είναι από τα πιο προηγμένα της περιοχής.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "arsenal" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν κάποιες παραδείγματα:

  1. Tener un arsenal de argumentos
  2. Να έχεις μια συλλογή επιχειρημάτων.
  3. "Siempre llega a la discusión con un arsenal de argumentos bien fundamentados."
  4. "Πάντα φτάνει στη συζήτηση με μια συλλογή καλά θεμελιωμένων επιχειρημάτων."

  5. Arsenal de habilidades

  6. Συλλογή δεξιοτήτων.
  7. "Es importante tener un amplio arsenal de habilidades en el mundo laboral."
  8. "Είναι σημαντικό να έχεις μια ευρεία συλλογή δεξιοτήτων στον κόσμο της εργασίας."

  9. Arsenal de recursos

  10. Συλλογή πόρων.
  11. "El arsenal de recursos de la organización ha crecido notablemente."
  12. "Η συλλογή πόρων της οργάνωσης έχει αυξηθεί σημαντικά."

  13. Arsenal de conocimientos

  14. Συλλογή γνώσεων.
  15. "Ella tiene un arsenal de conocimientos sobre historia."
  16. "Αυτή έχει μια συλλογή γνώσεων για την ιστορία."

Ετυμολογία

Η λέξη "arsenal" προέρχεται από το αραβικό "dār ṣināʿa", που σημαίνει "το σπίτι της κατασκευής". Στη συνέχεια εισήχθη στο Ιταλικό ως "arsenale", και από εκεί πέρασε σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες, συμπεριλαμβανομένων των Ισπανικών και των Ελληνικών.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Οπλοστάσιο - Αποθήκη όπλων - Βάση

Αντώνυμα: - Καταστροφή - Αποδόμηση

Αυτή η πληροφορία καλύπτει την έννοια και τη χρήση της λέξης "arsenal" στα Ισπανικά, προσφέροντας μια εκτενή άποψη της σημασίας της σε διάφορους τομείς.



23-07-2024