Adjetivo (Επίθετο)
/ɑːrˈtɪəriəl/
Η λέξη "arterial" αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με τις αρτηρίες, οι οποίες είναι τα αιμοφόρα αγγεία που μεταφέρουν αίμα μακριά από την καρδιά προς τους ιστούς. Στην ιατρική, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει καταστάσεις, μέθοδοι ή φάρμακα που σχετίζονται με την αρτηριακή κυκλοφορία.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή σε ιατρικά και βιοϊατρικά κείμενα. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε προφορικές ιατρικές συζητήσεις.
Ο γιατρός εξέτασε την αρτηριακή πίεση του ασθενούς.
Una dieta saludable es importante para mantener la salud arterial.
Μια υγιεινή διατροφή είναι σημαντική για τη διατήρηση της αρτηριακής υγείας.
El tratamiento se centró en mejorar la circulación arterial.
Η λέξη "arterial" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και αυτές είναι πιο περιορισμένες. Ακολουθούν ορισμένες προτάσεις με παραδείγματα:
Η αρτηριακή απόφραξη μπορεί να είναι επικίνδυνη.
Los médicos realizan cirugía arterial para corregir problemas de flujo sanguíneo.
Οι γιατροί πραγματοποιούν αρτηριακή χειρουργική για να διορθώσουν προβλήματα ροής αίματος.
Es fundamental controlar la salud arterial para prevenir enfermedades.
Η λέξη "arterial" προέρχεται από το λατινικό "arterialis", το οποίο σχετίζεται με την "arteria", που σημαίνει "αρτηρία". Αυτό με τη σειρά του προέρχεται από τον ελληνικό όρο "ἀρτηρία", ο οποίος έχει παρόμοια σημασία.
Συνώνυμα: - sanguíneo (αίματος) - vascular (αγγειακός)
Αντώνυμα: - venoso (φλεβικός)
Η λέξη "arterial" έχει συγκεκριμένες χρήσεις και είναι σημαντική και στους δύο τομείς, γενικά και στην ιατρική, καθώς οι αρτηρίες παίζουν καθοριστικό ρόλο στην κυκλοφορία του αίματος και στην υγεία του ανθρώπινου σώματος.