Η λέξη "artesano" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /aɾ.teˈsa.no/
Η λέξη "artesano" αναφέρεται ένα άτομο που ασχολείται με την τέχνη ή μια συγκεκριμένη τεχνική χειροτεχνίας, συνήθως με έμφαση στη δημιουργία χειροποίητων προϊόντων. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά σε περιφέρειες όπου η χειροτεχνία έχει πολιτιστική και οικονομική σημασία. Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά υψηλή, κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, σε κείμενα που σχετίζονται με την τέχνη, τον πολιτισμό και την οικονομία.
El artesano creó una hermosa mesa de madera.
(Ο τεχνίτης δημιούργησε ένα όμορφο τραπέζι από ξύλο.)
Los artesanos locales venden sus productos en el mercado.
(Οι τοπικοί τεχνίτες πουλάνε τα προϊόντα τους στην αγορά.)
El trabajo del artesano es muy valorado en nuestra cultura.
(Η δουλειά του τεχνίτη εκτιμάται πολύ στην κουλτούρα μας.)
Η λέξη "artesano" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, αν και δεν είναι ευρέως διαδεδομένες. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:
"Ser un artesano de la vida"
(Να είσαι τεχνίτης της ζωής) - αναφέρεται σε κάποιον που επιμελείται και δημιουργεί τη ζωή του με προσοχή και φροντίδα.
"Artesano de sueños"
(Τεχνίτης των ονείρων) - χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που εργάζεται σκληρά για να κάνει τα όνειρά του πραγματικότητα.
"El artesano del arte"
(Ο τεχνίτης της τέχνης) - χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάποιον που είναι εξαιρετικός στη δημιουργία έργων τέχνης.
"Un artesano en su oficio"
(Ένας τεχνίτης στο επάγγελμα του) - αναφέρεται σε κάποιον που είναι εξαιρετικός στην ειδικότητά του.
Η λέξη "artesano" προέρχεται από το λατινικό "artisano", όπου "ars" σημαίνει "τέχνη" και τελειώνει σε -ano, που δηλώνει σχέση ή προέλευση.
Συνώνυμα:
- artesano (τεχνίτης)
- manual (χειροποίητος)
Αντώνυμα:
- mercancía (εμπορεύματα)
- industrial (βιομηχανικός)