Επίθετο
[aɾt̪ikulaˈtoɾjo]
άρθρωτικός
Η λέξη "articulatorio" χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της γλωσσολογίας και της φωνητικής για να περιγράψει τις διαδικασίες που σχετίζονται με την άρθρωση των ήχων. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και εμφανίζεται συχνότερα σε επιστημονικά κείμενα και ακαδημαϊκές αναλύσεις.
Η αρθρωτική μελέτη είναι θεμελιώδης για την κατανόηση της παραγωγής της ομιλίας.
Los movimientos articulatorios pueden ser estudiados con tecnologías avanzadas.
Η λέξη "articulatorio" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωμάτων, καθώς είναι μια τεχνική και επιστημονική λέξη. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε εξειδικευμένα συμφραζόμενα που σχετίζονται με τη φωνητική και τη γλωσσολογία.
Η λέξη "articulatorio" προέρχεται από τη λατινική λέξη "articulatio," που σημαίνει άρθρωση ή ένωση, σε συνδυασμό με το επίθεμα "‑orio," που υποδεικνύει σχέση ή συνάφεια με κάτι.
Συνονύμια: - fonético (φωνητικός) - oral (προφορικός)
Αντώνυμα: - inarticulado (αναπάντητος, ασαφής) - silencioso (σιωπηλός)
Ελπίζω να βρήκες αυτές τις πληροφορίες χρήσιμες!