Η λέξη "asistencia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
[asiˈs̺tensja]
Η "asistencia" αναφέρεται στην πράξη της παροχής βοήθειας ή υποστήριξης, καθώς και στην παρουσία κάποιου σε μια εκδήλωση ή συνάντηση. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες περιστάσεις, όπως σε νομικά ή οικονομικά συμφραζόμενα (π.χ. βοήθεια σε νομικές διαδικασίες), αλλά και σε καθημερινά συμφραζόμενα (π.χ. παρουσία σε σχολικές ή επαγγελματικές συναντήσεις).
Η χρήση της λέξης είναι συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο διαδεδομένη στους γραπτούς κειμένους.
Η παρουσία στο γεγονός ήταν απίστευτη.
Necesitamos asistencia legal para este caso.
Χρειαζόμαστε νομική βοήθεια για αυτή την υπόθεση.
La asistencia de los padres es importante en la escuela.
Η λέξη "asistencia" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Η ιατρική βοήθεια είναι θεμελιώδης σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.
Asistencia social
Η κυβέρνηση προσφέρει κοινωνική βοήθεια σε οικογένειες που έχουν ανάγκη.
Asistencia financiera
Έλαβα χρηματοδοτική υποστήριξη για τις σπουδές μου.
Asistencia a la infancia
Η λέξη "asistencia" προέρχεται από το λατινικό "assistentia", το οποίο προέρχεται από το ρήμα "assistere" (να παραστέκεσαι ή να βοηθάς).
Συνώνυμα: - apoyo (υποστήριξη) - ayuda (βοήθεια) - acompañamiento (παρέα)
Αντώνυμα: - desatención (αδιαφορία) - abandono (παράλειψη) - negligencia (παραμέληση)