Όρος: Asistente
Μέρος του λόγου: ουσιαστικό ή επίθετο
Διεθνές φωνητικό αλφάβητο: [asiste̞n̪te]
Η λέξη "asistente" αναφέρεται κυρίως σε κάποιον που βοηθάει ή υποστηρίζει άλλους σε διάφορα περιβάλλοντα, όπως σε επαγγελματικό ή εκπαιδευτικό πλαίσιο. Είναι συνηθισμένη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να συναντήσει περισσότερη χρήση σε επίσημες καταστάσεις γραπτώς.
Los asistentes a la conferencia recibieron un certificado.
(Οι βοηθοί της διάσκεψης έλαβαν πιστοποιητικό.)
Mi asistente me ayuda con la gestión de mis correos electrónicos.
(Ο βοηθός μου με βοηθάει στη διαχείριση των email μου.)
Η λέξη "asistente" έχει περιορισμένη χρήση σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να περιληφθεί σε πολλές σχετικές φράσεις.
Ser un asistente de primera.
(Να είσαι εξέχων βοηθός.)
Cuento con un asistente eficaz.
(Έχω έναν αποτελεσματικό βοηθό.)
El asistente siempre está dispuesto a ayudar.
(Ο βοηθός είναι πάντα πρόθυμος να βοηθήσει.)
Η λέξη "asistente" προέρχεται από το λατινικό "assistentem", η οποία είναι η μετοχή του ρήματος "assistere" που σημαίνει "βοηθάω" ή "είμαι παρών".
Συνώνυμα: - Ayudante (βοηθός) - Colaborador (συνεργάτης)
Αντώνυμα: - Jefe (αφεντικό) - Superior (ανώτερος)
Αυτή η εκτενής ανάλυση της λέξης "asistente" παρέχει ένα πλήρες σύνολο πληροφοριών και χρήσεων της λέξης στα Ισπανικά, καλύπτοντας όλους τους τομείς που ζητήθηκαν.