asistir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

asistir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

[asiˈtir]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "asistir" στα ισπανικά σημαίνει "παρευρίσκομαι", "παρακολουθώ" ή "συμμετέχω". Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, όπως εκδηλώσεις, συναντήσεις, ή μαθήματα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, οδηγώντας τη σε προφορικά και γραπτά κείμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Voy a asistir a la conferencia el próximo domingo.
  2. Θα παρακολουθήσω τη διάσκεψη την επόμενη Κυριακή.

  3. Es importante asistir a las reuniones de trabajo.

  4. Είναι σημαντικό να συμμετέχεις στις επαγγελματικές συναντήσεις.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "asistir" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά.

  1. Asistir a alguien en un problema.
  2. Βοηθώ κάποιον σε ένα πρόβλημα.

  3. Asistir a una ceremonia.

  4. Παρευρίσκομαι σε μια τελετή.

  5. Asistir a clases.

  6. Παρακολουθώ μαθήματα.

  7. Asistir a un evento.

  8. Συμμετέχω σε μια εκδήλωση.

  9. Asistir con la tarea.

  10. Βοηθάω με την εργασία.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "asistir" προέρχεται από το λατινικό "assistere", το οποίο σημαίνει "να στέκεσαι κοντά σε" ή "να υπαγορεύεις".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - participar (συμμετέχω) - acompañar (συνοδεύω)

Αντώνυμα: - abandonar (παρατάω) - ignorar (αγνοώ)



22-07-2024