Ρήμα
[asiˈtir]
Η λέξη "asistir" στα ισπανικά σημαίνει "παρευρίσκομαι", "παρακολουθώ" ή "συμμετέχω". Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, όπως εκδηλώσεις, συναντήσεις, ή μαθήματα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, οδηγώντας τη σε προφορικά και γραπτά κείμενα.
Θα παρακολουθήσω τη διάσκεψη την επόμενη Κυριακή.
Es importante asistir a las reuniones de trabajo.
Η λέξη "asistir" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά.
Βοηθώ κάποιον σε ένα πρόβλημα.
Asistir a una ceremonia.
Παρευρίσκομαι σε μια τελετή.
Asistir a clases.
Παρακολουθώ μαθήματα.
Asistir a un evento.
Συμμετέχω σε μια εκδήλωση.
Asistir con la tarea.
Η λέξη "asistir" προέρχεται από το λατινικό "assistere", το οποίο σημαίνει "να στέκεσαι κοντά σε" ή "να υπαγορεύεις".
Συνώνυμα: - participar (συμμετέχω) - acompañar (συνοδεύω)
Αντώνυμα: - abandonar (παρατάω) - ignorar (αγνοώ)