Asociar είναι ρήμα.
Фωνητική μεταγραφή: [asoˈθjaɾ] (σε ισπανική προφορά - Ισπανία) ή [asoˈsi.aɾ] (σε ισπανική προφορά - Λατινική Αμερική).
Το ρήμα asociar σημαίνει την πράξη του να συνδέεις ή να σχετίζεις κάτι με κάτι άλλο. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των επιχειρήσεων, της ψυχολογίας και της καθημερινής ζωής για να εκφράσει τη δημιουργία σχέσεων ή τη σύνδεση ιδεών.
Συχνότητα Χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί μεγαλύτερη συχνότητα στη γραπτή επικοινωνία, ιδίως σε επίσημα κείμενα ή ακαδημαϊκές αναφορές.
Είναι σημαντικό να συσχετίζεις τη θεωρία με την πράξη.
Decidí asociar mi negocio con otra empresa.
Αποφάσισα να συσχετίσω την επιχείρησή μου με μια άλλη εταιρεία.
Al estudiar, es útil asociar conceptos diferentes.
Η λέξη asociar χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Να συνδέεις την εικόνα με μια ανάμνηση.
No puedo asociar su nombre con su rostro.
Δεν μπορώ να συσχετίσω το όνομά του με το πρόσωπό του.
Asociar la alegría con la amistad es fundamental.
Η συσχέτιση της χαράς με τη φιλία είναι θεμελιώδης.
Es común asociar ciertos olores con experiencias pasadas.
Είναι κοινό να συσχετίζουμε ορισμένες μυρωδιές με παρελθοντικές εμπειρίες.
Desafío a asociar mi proyecto con su visión.
Προσκαλώ να συσχετίσω το πρότζεκτ μου με την όρασή του.
Ella suele asociar la música con sus emociones.
Η λέξη asociar προέρχεται από τα λατινικά, συγκεκριμένα από το ρήμα "associāre", το οποίο σημαίνει "συνδέω" ή "συνδυάζω".
Συνώνυμα: - Conectar (συνδέω) - Relacionar (σχετίζω)
Αντώνυμα: - Separar (χωρίζω) - Desvincular (αποσυνδέω)