Το "asomarse" είναι ρήμα.
/a.so.ˈmaɾ.se/
Η λέξη "asomarse" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να περιγράψει την ενέργεια του να αναδυθεί ή να φανεί από ένα μέρος, όπως σε ένα παράθυρο ή μια πόρτα. Συχνά αναφέρεται στο γεγονός να ρίξει κανείς μια ματιά σε κάτι ή να παρατηρήσει κάτι. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται μερικώς και στον προφορικό λόγο αλλά και σε γραπτά κείμενα, με ελαφρώς μεγαλύτερη συνηθισμένη χρήση στον προφορικό λόγο.
Ella se asomó por la ventana para ver quién llamaba.
(Αυτή εμφανίστηκε από το παράθυρο για να δει ποιος χτυπούσε.)
El niño se asomó a la puerta para saludarnos.
(Το παιδί έριξε μια ματιά στην πόρτα για να μας χαιρετήσει.)
Η λέξη "asomarse" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες περιγράφουν διαφορετικές καταστάσεις:
Asomarse a la realidad
(Να αναγνωρίσεις την πραγματικότητα)
Es importante asomarse a la realidad antes de tomar decisiones.
(Είναι σημαντικό να αναγνωρίσεις την πραγματικότητα πριν πάρεις αποφάσεις.)
Asomarse a la vida
(Να αρχίσεις να συμμετέχεις στη ζωή)
Después de tantos problemas, decidió asomarse a la vida nuevamente.
(Μετά από τόσα προβλήματα, αποφάσισε να ξεκινήσει ξανά να συμμετέχει στη ζωή.)
Asomarse al abismo
(Να βρεθείς ενώπιον μιας επικίνδυνης κατάστασης)
Su adicción le hizo asomarse al abismo sin darse cuenta.
(Η εξάρτησή του τον έκανε να βρεθεί μπροστά σε μια επικίνδυνη κατάσταση χωρίς να το καταλάβει.)
Η λέξη προέρχεται από τη σύνθεση του προθέματος "a-" και του ρήματος "somar", που σχετίζεται με την έννοια του "να εμφανίζεται" ή "να προστίθεται".
Συνώνυμα: - Asomarse - Mirar - Observar
Αντώνυμα: - Ocultarse - Esconderse - Alejarse
Αυτή είναι μια επιμελημένη ανάλυση της λέξης "asomarse" στα Ισπανικά.