asombrar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

asombrar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Το "asombrar" είναι ρήμα.

Φωνητική Μεταγραφή

/asoˈmbɾaɾ/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της Λέξης

Η λέξη "asombrar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να εκφράσει την αίσθηση της έκπληξης ή του θαυμασμού που προκαλεί κάτι. Συνήθως σημαίνει ότι κάποιο γεγονός ή κατάσταση είναι τόσο εντυπωσιακό που προκαλεί θαυμασμό ή έκπληξη στον παρατηρητή. Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, τόσο στο προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, με κάποια προτίμηση στους προφορικούς διαλόγους, όπου οι άνθρωποι εκφράζουν άμεσα τα συναισθήματά τους.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. La pintura asombró a todos los visitantes de la galería.
    (Η ζωγραφιά εξέπληξε όλους τους επισκέπτες της γκαλερί.)

  2. Nos asombró la habilidad del artista para capturar la luz.
    (Μας εξέπληξε η ικανότητα του καλλιτέχνη να αποτυπώνει το φως.)

  3. Asombrar a alguien con un truco de magia es parte del espectáculo.
    (Να εκπλήσσεις κάποιον με ένα μαγικό τέχνασμα είναι μέρος του θεάματος.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "asombrar" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ορισμένες από αυτές είναι:

  1. "Asombrar con algo"
  2. Πρόταση: El nuevo diseño de la casa asombró a todos los arquitectos.
    (Η νέα σχεδίαση του σπιτιού εξέπληξε όλους τους αρχιτέκτονες.)

  3. "Asombrarse de algo"

  4. Πρόταση: Se asombró de ver a su amigo después de tantos años.
    (Εξέπληξε να δει τον φίλο του μετά από τόσα χρόνια.)

  5. "Asombrar a alguien hasta el extremo"

  6. Πρόταση: El talento del niño asombró a todos hasta el extremo.*
    (Η ταλέντο του παιδιού εξέπληξε όλους μέχρι και στο έσχατο.)

Ετυμολογία

Η λέξη "asombrar" προέρχεται από το ουσιαστικό "sombra" (σκιά), με την έννοια ότι κάτι μπορεί να προκαλεί έκπληξη ή να εμπνέει θαυμασμό, όπως μια σκιά που μπορεί να είναι αναπάντεχη.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - sorprender (καταπλήσσω) - maravillar (θαυμάζω)

Αντώνυμα: - desanimar (αποθαρρύνω) - aburrir (βαρκαίνω)



22-07-2024