Η λέξη "astilla" είναι ουσιαστικό (feminine noun).
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA): /asˈti.ʝa/
Η λέξη "astilla" αναφέρεται σε ένα μικρό θραύσμα ή κομμάτι ξύλου που έχει αποκοπεί από μεγαλύτερη μάζα. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει τα θραύσματα που προκύπτουν από την κοπή ή τη ρίψη ξύλου ή άλλων σκληρών υλικών. Στη γλώσσα Ισπανικά, η χρήση της είναι συχνότερη στη γραπτή μορφή.
Η λέξη έχει συχνή χρήση τόσο σε καθημερινές συνομιλίες όσο και σε πιο τεχνικά ή περιγραφικά κείμενα, όπως είναι η ξυλουργική ή η κατασκευή αντικειμένων από ξύλο.
"Ο ξυλουργός βρήκε ένα θραύσμα στο ξύλο."
"Ten cuidado, te puede entrar una astilla en el dedo."
"Πρόσεξε, μπορεί να σου μπει ένα θραύσμα στο δάχτυλο."
"La astilla de la ventana se rompió durante la tormenta."
Η λέξη "astilla" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
"Από το θραύσμα γεννιέται η ράβδος." (σημαίνει ότι οι κόποι και τα τμήματα δημιουργούν το σύνολο.)
"No te preocupes, solo es una astilla en el camino."
"Μην ανησυχείς, είναι απλώς ένα θραύσμα στον δρόμο." (σημαίνει ότι δεν είναι σοβαρό πρόβλημα.)
"A veces, una astilla puede causar más daño que un hacha."
Η λέξη "astilla" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "stilla," η οποία σημαίνει "σταγόνα" και σχετίζεται με την ιδέα του κάτι μικρού ή θραυσμένου.
Συνώνυμα: - "fragmento" (θραύσμα) - "trozo" (κομμάτι)
Αντώνυμα: - "entero" (ολόκληρος) - "completo" (πλήρης)