astilla - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

astilla (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "astilla" είναι ουσιαστικό (feminine noun).

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA): /asˈti.ʝa/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "astilla" αναφέρεται σε ένα μικρό θραύσμα ή κομμάτι ξύλου που έχει αποκοπεί από μεγαλύτερη μάζα. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει τα θραύσματα που προκύπτουν από την κοπή ή τη ρίψη ξύλου ή άλλων σκληρών υλικών. Στη γλώσσα Ισπανικά, η χρήση της είναι συχνότερη στη γραπτή μορφή.

Χρησιμότητα

Η λέξη έχει συχνή χρήση τόσο σε καθημερινές συνομιλίες όσο και σε πιο τεχνικά ή περιγραφικά κείμενα, όπως είναι η ξυλουργική ή η κατασκευή αντικειμένων από ξύλο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. "El carpintero encontró una astilla en la madera."
  2. "Ο ξυλουργός βρήκε ένα θραύσμα στο ξύλο."

  3. "Ten cuidado, te puede entrar una astilla en el dedo."

  4. "Πρόσεξε, μπορεί να σου μπει ένα θραύσμα στο δάχτυλο."

  5. "La astilla de la ventana se rompió durante la tormenta."

  6. "Το θραύσμα του παραθύρου έσπασε κατά τη διάρκεια της καταιγίδας."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "astilla" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:

  1. "De la astilla nace el palo."
  2. "Από το θραύσμα γεννιέται η ράβδος." (σημαίνει ότι οι κόποι και τα τμήματα δημιουργούν το σύνολο.)

  3. "No te preocupes, solo es una astilla en el camino."

  4. "Μην ανησυχείς, είναι απλώς ένα θραύσμα στον δρόμο." (σημαίνει ότι δεν είναι σοβαρό πρόβλημα.)

  5. "A veces, una astilla puede causar más daño que un hacha."

  6. "Μερικές φορές, ένα θραύσμα μπορεί να προκαλέσει περισσότερη ζημιά από έναν τσεκούρι." (σημαίνει ότι μικρά προβλήματα μπορούν να είναι πιο επικίνδυνα από μεγαλύτερα.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "astilla" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "stilla," η οποία σημαίνει "σταγόνα" και σχετίζεται με την ιδέα του κάτι μικρού ή θραυσμένου.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - "fragmento" (θραύσμα) - "trozo" (κομμάτι)

Αντώνυμα: - "entero" (ολόκληρος) - "completo" (πλήρης)



22-07-2024