astillero: ουσιαστικό (masculino)
/as.ti.ˈʎe.ɾo/
Η λέξη astillero στην ισπανική γλώσσα αναφέρεται σε ένα μέρος όπου κατασκευάζονται ή επισκευάζονται σκάφη, συχνά χρησιμοποιούμενη στο ναυτιλιακό τομέα. Χρησιμοποιείται κυρίως στον υπολογισθέν ωκεανό και τη ναυτιλία. Συχνά, ο όρος εμφανίζεται περισσότερο σε γραπτό λόγο, όπως σε επίσημες αναφορές, και όχι τόσο στην καθημερινή συνομιλία.
Το ναυπηγείο της πόλης έχει αυξήσει την παραγωγή του φέτος.
Los ingenieros trabajan duro en el astillero para cumplir con los plazos.
Η λέξη astillero δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις γύρω από αυτήν, αλλά μερικές προτάσεις με συνώνυμα ή σχετικές έννοιες περιλαμβάνουν:
Στο ναυπηγείο κατασκευάζονται τα μεγαλύτερα πλοία της χώρας.
La artillería pesada se encuentra en el astillero de la marina.
Η βαριά πυροβολαρχία βρίσκεται στο ναυπηγείο του ναυτικού.
El astillero fue fundado en el siglo XVIII y todavía opera hoy.
Η λέξη astillero προέρχεται από τη λέξη «astilla», που σημαίνει "κορμός" ή "ξύλο", και το επίθημα «-ero», που υποδηλώνει ένα μέρος ή έναν χώρο σχετικό με αυτό το αντικείμενο.
Συνώνυμα: - dock (αγκυροβόλιο): αναφέρεται σε ένα λιμάνι ή χώρο όπου σκάφη δένονται. - varadero: ένας χώρος πλύσης ή επισκευής σκαφών.
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν ακριβείς αντώνυμοι όροι για τη λέξη astillero καθώς είναι πολύ συγκεκριμένη, αλλά μπορεί να θεωρηθούν υψηλότεροι προορισμοί όπως puerto (λιμάνι) ή nave (ναυαρχίδα).