Η λέξη "astringente" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "astringente" είναι: [as.tɾinˈxen.te]
Η λέξη "astringente" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει μια ουσία ή ένα φάρμακο που προκαλεί σφίξιμο στους ιστούς, μειώνοντας τη ροή του αίματος και κυρίως χρησιμοποιείται σε ιατρικά και φαρμακευτικά πλαίσια. Στη γενική γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται σε κάτι που προκαλεί περιορισμό ή σφίξιμο. Η χρήση της λέξης είναι συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί κυρίως σε γραπτό πλαίσιο.
"El médico le recomendó un producto astringente para su piel."
(Ο γιατρός του συνέστησε ένα στυπτικό προϊόν για το δέρμα του.)
"Los astringentes son útiles en casos de inflamación."
(Τα στυπτικά είναι χρήσιμα σε περιπτώσεις φλεγμονής.)
"Este ingrediente tiene propiedades astringentes que ayudan a cerrar los poros."
(Αυτό το συστατικό έχει στυπτικές ιδιότητες που βοηθούν στην κλειδαριά των πόρων.)
Η λέξη "astringente" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες εκφράσεις αναφερόμενη σε περιορισμούς ή αναγκαίες παρεμβάσεις.
"Me siento muy astringente con todas estas preocupaciones."
(Νιώθω πολύ περιορισμένος με όλες αυτές τις ανησυχίες.)
"La astringencia de esta situación es insoportable."
(Η στυπτικότητα αυτής της κατάστασης είναι ανυπόφορη.)
"A veces es necesario ser astringente para manejar problemas."
(Κάποιες φορές είναι απαραίτητο να είμαστε περιοριστικοί για να διαχειριστούμε προβλήματα.)
Η λέξη "astringente" προέρχεται από το λατινικό "astringens", που σημαίνει "αυτός που σφίγγει", και είναι μετοχικό ουσιαστικό του ρήματος "astringere", το οποίο σημαίνει "να σφίγγει ή να περιορίζει".