Το "asunto" είναι ένα ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /aˈsunto/
Η λέξη "asunto" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να αναφερθεί σε κάποιο θέμα ή ζήτημα που απαιτεί συζήτηση ή ανάλυση. Χρησιμοποιείται ευρέως και σε νομικά πλαίσια για να αναφερθεί σε υποθέσεις ή προβλήματα που σχετίζονται με το δίκαιο. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται αρκετά συχνά και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερη συχνότητα σε γραπτές νομικές αναφορές.
El asunto que estamos discutiendo es muy importante.
(Το θέμα που συζητάμε είναι πολύ σημαντικό.)
Tengo un asunto que resolver contigo.
(Έχω ένα ζήτημα να λύσω μαζί σου.)
El asunto del contrato debe ser revisado.
(Το ζήτημα του συμβολαίου πρέπει να αναθεωρηθεί.)
Η λέξη "asunto" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην Ισπανικά:
Llevar un asunto con discreción.
(Να διαχειρίζεσαι ένα θέμα με διακριτικότητα.)
No es asunto mío.
(Δεν είναι δικό μου θέμα.)
Asunto cerrado.
(Το ζήτημα είναι κλειστό.)
Poner en asunto.
(Να θέσουμε ένα θέμα.)
Asunto de Estado.
(Θέμα κρατικής σημασίας.)
Dejar un asunto en el aire.
(Να αφήνεις ένα θέμα ανοιχτό.)
Es un asunto muy delicado.
(Είναι ένα πολύ ευαίσθητο θέμα.)
Tratar un asunto en profundidad.
(Να εξετάσεις ένα θέμα σε βάθος.)
Η λέξη "asunto" προέρχεται από το λατινικό "assuntum", το οποίο είναι το μετοχής του "assumere", που σημαίνει "να αναλάβει" ή "να αναφέρει".
Συνώνυμα: - tema - cuestión - problema
Αντώνυμα: - solución (λύση) - respuesta (απάντηση)