asunto - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

asunto (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "asunto" είναι ένα ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /aˈsunto/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "asunto" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να αναφερθεί σε κάποιο θέμα ή ζήτημα που απαιτεί συζήτηση ή ανάλυση. Χρησιμοποιείται ευρέως και σε νομικά πλαίσια για να αναφερθεί σε υποθέσεις ή προβλήματα που σχετίζονται με το δίκαιο. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται αρκετά συχνά και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερη συχνότητα σε γραπτές νομικές αναφορές.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El asunto que estamos discutiendo es muy importante.
    (Το θέμα που συζητάμε είναι πολύ σημαντικό.)

  2. Tengo un asunto que resolver contigo.
    (Έχω ένα ζήτημα να λύσω μαζί σου.)

  3. El asunto del contrato debe ser revisado.
    (Το ζήτημα του συμβολαίου πρέπει να αναθεωρηθεί.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "asunto" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην Ισπανικά:

  1. Llevar un asunto con discreción.
    (Να διαχειρίζεσαι ένα θέμα με διακριτικότητα.)

  2. No es asunto mío.
    (Δεν είναι δικό μου θέμα.)

  3. Asunto cerrado.
    (Το ζήτημα είναι κλειστό.)

  4. Poner en asunto.
    (Να θέσουμε ένα θέμα.)

  5. Asunto de Estado.
    (Θέμα κρατικής σημασίας.)

  6. Dejar un asunto en el aire.
    (Να αφήνεις ένα θέμα ανοιχτό.)

  7. Es un asunto muy delicado.
    (Είναι ένα πολύ ευαίσθητο θέμα.)

  8. Tratar un asunto en profundidad.
    (Να εξετάσεις ένα θέμα σε βάθος.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "asunto" προέρχεται από το λατινικό "assuntum", το οποίο είναι το μετοχής του "assumere", που σημαίνει "να αναλάβει" ή "να αναφέρει".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - tema - cuestión - problema

Αντώνυμα: - solución (λύση) - respuesta (απάντηση)



22-07-2024