Το "asustado" είναι επίθετο στην ισπανική γλώσσα.
/asuˈstaðo/
Η λέξη "asustado" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει ένα άτομο που αισθάνεται φόβο ή τρόμο, συνήθως λόγω κάποιας αιτίας ή γεγονότος. Χρησιμοποιείται με μέτρια συχνότητα, κυρίως στον προφορικό λόγο αλλά και σε γραπτά κείμενα, ανάλογα με το πλαίσιο.
Él estaba asustado por la película de terror.
(Ήταν φοβισμένος από την ταινία τρόμου.)
La niña se puso asustada cuando oyó un ruido extraño.
(Η κοπέλα φοβήθηκε όταν άκουσε έναν περίεργο ήχο.)
Ayer me asusté mucho cuando vi un fantasma en la casa.
(Χθες τρομάξα πολύ όταν είδα ένα φάντασμα στο σπίτι.)
Estar asustado hasta las trancas.
(Να είσαι φοβισμένος μέχρι το κόκαλο.)
Η προθετική σημασία είναι ότι είσαι πολύ τρομαγμένος.
No asustes a los niños, están muy asustados.
(Μην τρομάζεις τα παιδιά, είναι πολύ φοβισμένα.)
Η φράση προσπαθεί να προστατεύσει τα παιδιά από επιπλέον φόβο.
Me asusté tanto que se me salieron las lágrimas.
(Τρομάξα τόσο πολύ που μου βγήκαν δάκρυα.)
Αναφέρεται σε έντονο φόβο που προκαλεί συναισθηματική αντίδραση.
Η λέξη "asustado" προέρχεται από το ρήμα "asustar", που σημαίνει "να τρομάξεις" ή "να φοβίσεις". Το "asustado" είναι το παθητικό συμμετοχής (participio) του ρήματος.