Το "asustarse" είναι ρήμα.
/a.susˈtar.se/
Η λέξη "asustarse" σημαίνει να τρομάζεις ή να φοβάσαι ξαφνικά. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την αντίδραση κάποιου σε μια αναπάντεχη ή τρομακτική κατάσταση. Στη γλώσσα των Ισπανών, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αστειευόμενα για κάποιο ήπιο σοκ. Η συχνότητά της είναι μέτρια και χρησιμοποιείται εξίσου στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο.
Παραδείγματα προτάσεων:
1. Me asusté cuando vi la sombra detrás de mí.
(Τρομάξα όταν είδα τη σκιά πίσω μου.)
Es fácil asustarse en una película de terror.
(Είναι εύκολο να τρομάξεις σε μια ταινία τρόμου.)
A veces, me asusto por cosas pequeñas.
(Κάποιες φορές, τρομάζω από μικρά πράγματα.)
Στο ισπανικό λεξιλόγιο, το "asustarse" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές φράσεις:
Asustar a alguien de muerte.
(Να τρομάξεις κάποιον μέχρι θανάτου.)
Π.χ. La película estaba tan aterradora que asustó a todos de muerte.
(Η ταινία ήταν τόσο τρομακτική που τρόμαξε όλους μέχρι θανάτου.)
Asustarse por una mosca.
(Να τρομάζεις για μια μύγα.)
Π.χ. No te asustes por una mosca, no es nada.
(Μην τρομάζεις για μια μύγα, δεν είναι τίποτα.)
Asustarse en un abrir y cerrar de ojos.
(Να τρομάξεις σε ένα άνοιγμα και κλείσιμο ματιού.)
Π.χ. El ruido del trueno hizo que me asustara en un abrir y cerrar de ojos.
(Ο θόρυβος της καταιγίδας με έκανε να τρομάξω σε ένα άνοιγμα και κλείσιμο ματιού.)
Η λέξη "asustarse" προέρχεται από τη ρήμα "asustar" που σημαίνει "να τρομάξει" και το πρόθεμα "-se" που δηλώνει την αντανάκλαση της ενέργειας προς τον εαυτό.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "asustarse" μέσα στο ισπανικό γλωσσικό σύμπαν.