Η λέξη "atado" είναι επίθετο και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως ουσιαστικό.
/ aˈta.ðo /
Η λέξη "atado" αναφέρεται στην κατάσταση ενός αντικειμένου ή ενός ατόμου που είναι δεμένο ή συγκρατημένο. Χρησιμοποιείται συχνά σε πραγματικά και μεταφορικά συμφραζόμενα. Στην ισπανική γλώσσα, η χρήση της είναι αρκετά συχνή, τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, με ελαφρώς μεγαλύτερη προτίμηση στο γραπτό.
Παραδείγματα Προτάσεων:
- Esta caja está atada con una cuerda.
(Αυτό το κουτί είναι δεμένο με ένα σχοινί.)
Me siento atado por mis responsabilidades.
(Νιώθω δεμένος από τις ευθύνες μου.)
El paquete fue atado antes de ser enviado.
(Το πακέτο είχε δεθεί πριν σταλεί.)
Η λέξη "atado" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανία. Ακολουθούν μερικές:
Estar atado de manos.
(Να είσαι δεμένος χέρια.)
Έχει την έννοια ότι κάποιος είναι περιορισμένος ή δεν μπορεί να ενεργήσει ελεύθερα.
Όταν no puedo cambiar la situación, me siento atado de manos.
(Όταν δεν μπορώ να αλλάξω την κατάσταση, νιώθω δεμένος χέρια.)
Atado a alguien.
(Δεμένος με κάποιον.)
Αυτό μπορεί να υποδηλώνει μια στενή ή εξαρτημένη σχέση.
Siempre me siento atado a ella, no puedo separarme.
(Πάντα νιώθω δεμένος μαζί της, δεν μπορώ να απομακρυνθώ.)
Atar cabos.
(Δένω άκρα.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση όπου κάποιος συνδέει πληροφορίες ή γεγονότα για να κατανοήσει μια κατάσταση.
Al final, logré atar cabos y entender lo que pasó.
(Τελικά, κατάφερα να δέσω τα άκρα και να καταλάβω τι συνέβη.)
Η λέξη "atado" προέρχεται από το ρήμα "atar", το οποίο σημαίνει "να δένω". Αναφέρεται στην ιδέα του ελέγχου ή της συνένωσης.
Συνώνυμα: - Ligado - Sujetado
Αντώνυμα: - Suelto (χαλαρός) - Libre (ελεύθερος)