atadura - ουσιαστικό (feminine)
/a.tɑˈðu.ɾa/
Η λέξη "atadura" αναφέρεται σε ένωμα, σύνδεση ή κάτι που κρατάει δύο ή περισσότερα πράγματα μαζί. Χρησιμοποιείται κυρίως σε φυσικά και μεταφορικά συμφραζόμενα, για να περιγράψει τη σχέση ή την εξάρτηση που υπάρχει ανάμεσα σε διάφορα στοιχεία.
Η χρήση της είναι κοινή και στο προφορικό και στο γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί μεγαλύτερη συχνότητα στο γραπτό κείμενο σε επιστημονικά και φιλοσοφικά πλαίσια.
Το δέσιμο των παπουτσιών είναι σημαντικό για να αποφευχθούν οι πτώσεις.
Su atadura emocional con la familia es muy fuerte.
Η λέξη "atadura" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Αυτό σημαίνει ελευθερώνομαι ή αποδεσμεύομαι από κάτι που με περιορίζει.
Ataduras invisibles.
Αναφέρεται στις σχέσεις ή τις συναισθηματικές δεσμεύσεις που δεν είναι ευδιάκριτες αλλά υπάρχουν.
Ataduras del pasado.
Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε παλιές συνήθειες ή σχέσεις που κρατούν κάποιον πίσω.
Ataduras familiares.
Η λέξη "atadura" προέρχεται από το ρήμα "atar", το οποίο σημαίνει "δέσμευω" ή "συνδέω". Το "atadura" προέρχεται από το "atar" και συνδυάζεται με το κατάληξη "-ura", που συχνά χρησιμοποιείται για να σχηματίσει ουσιαστικά που υποδηλώνουν την κατάσταση ή τη διαδικασία του ρήματος.
Συνώνυμα: - ligadura - unión - vínculo
Αντώνυμα: - desunión - separación - libertad