Λέξη: atajo
Μέρος του λόγου: ονόμα (ουσιαστικό, αρσενικό)
Φωνητική μεταγραφή: [aˈtaxo]
Η λέξη atajo αναφέρεται σε μια συντομότερη διαδρομή ή διαδικασία που επιτρέπει την επίτευξη ενός στόχου πιο γρήγορα. Στη γλώσσα των υπολογιστών, μπορεί επίσης να σημαίνει κάποιον συνδυασμό πλήκτρων ή κωδικοποίησης που διευκολύνει την εκτέλεση μιας ενέργειας. Η χρήση της είναι συχνή και συναντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με ίσως μεγαλύτερη συχνότητα στην καθημερινή ομιλία.
La ruta más corta es un atajo por el bosque.
(Η πιο σύντομη διαδρομή είναι ένας συντομόδρομος μέσα από το δάσος.)
Usa el atajo en el teclado para copiar y pegar.
(Χρησιμοποίησε τη συντόμευση στο πληκτρολόγιο για να αντιγράψεις και να επικολλήσεις.)
Encontrar un atajo puede ahorrarte tiempo.
(Η εύρεση ενός συντομόδρομου μπορεί να σου εξοικονομήσει χρόνο.)
Η λέξη atajo χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες τονίζουν τη σημασία της συντομίας ή της αποτελεσματικότητας.
Buscar atajos en la vida
(Να ψάχνεις συντομοδρομους στη ζωή) - Αναφέρεται στην αναζήτηση ευκολιών ή γρήγορων λύσεων.
Tomar el atajo equivocado
(Να πάρεις τον λάθος συντομόδρομο) - Σημαίνει να κάνεις μια λάθος επιλογή που μπορεί να οδηγήσει σε πρόβλημα.
Los atajos no siempre son la mejor opción
(Οι συντομοδρομοι δεν είναι πάντα η καλύτερη επιλογή) - Υπογραμμίζει ότι οι γρήγορες λύσεις μπορεί να μην είναι πάντα ωφέλιμες.
Η λέξη atajo προέρχεται από τη λατινική λέξη "atachare" που σημαίνει "να προσδέσω" ή "να συνδέσω", υποδηλώνοντας την έννοια του "συνδέσμου" που μπορεί να συμβολίσει μια γρήγορη και ωφέλιμη διαδρομή.
Συνώνυμα: - Atajo: συντομόδρομος - Corto: σύντομος
Αντώνυμα: - Desvío: παράκαμψη - Largo: μακρύς
Αυτή η ανάλυση της λέξης atajo δείχνει την ποικιλία των χρήσεών της καθώς και τις γλώσσες και ιδιωματικές χρήσεις που μπορεί να έχει στην ισπανική γλώσσα.