Η λέξη "atasco" είναι ουσιαστικό.
/atas'ko/
Η λέξη "atasco" αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου η κυκλοφορία είναι πολύ καθυστερημένη ή έχει σταματήσει πλήρως, συνήθως λόγω αυξημένης κίνησης οχημάτων. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των Ισπανικών και είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αν και εμφανίζεται και σε γραπτά κείμενα.
Hay un atasco en la carretera hacia el centro.
Υπάρχει μποτιλιάρισμα στο δρόμο προς το κέντρο.
Llegué tarde a la reunión debido a un atasco.
Έφτασα αργά στη συνάντηση λόγω της κυκλοφοριακής συμφόρησης.
En horas pico, siempre hay atascos en esta ciudad.
Σε ώρες αιχμής, πάντα υπάρχουν μποτιλιαρίσματα σε αυτή την πόλη.
Η λέξη "atasco" δεν είναι ιδιαίτερα συνδεδεμένη με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μερικές περιπτώσεις:
Estar en un atasco.
Να βρίσκομαι σε μποτιλιάρισμα.
Ejemplo: Te llamé, pero estaba en un atasco.
Σου τηλεφώνησα, αλλά ήμουν σε μποτιλιάρισμα.
Causar un atasco.
Να προκαλέσει μποτιλιάρισμα.
Ejemplo: Un accidente causó un atasco en la autopista.
Ένα ατύχημα προκάλεσε μποτιλιάρισμα στην εθνική οδό.
Manejar un atasco.
Να διαχειριστώ ένα μποτιλιάρισμα.
Ejemplo: Es difícil manejar un atasco en una ciudad tan grande.
Είναι δύσκολο να διαχειριστώ ένα μποτιλιάρισμα σε μια τόσο μεγάλη πόλη.
Η λέξη "atasco" προέρχεται από το ρήμα "atascar", που σημαίνει "να μπλέκω" ή "να φράσσω". Υποδηλώνει την έννοια της εμπλοκής ή της στάσης από κάτι που εμποδίζει την ομαλή ροή.
Συνώνυμα:
- embotellamiento (μπουκάρισμα)
- congestión (συμφόρηση)
Αντώνυμα:
- fluidez (ροή)
- desahogo (ανακούφιση)