ataviar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

ataviar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "ataviar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: [ataˈβjaɾ].

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Οι κύριες μεταφράσεις του "ataviar" στα ελληνικά είναι: - ντύνω - στολίζω

Σημασία

Η λέξη "ataviar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανών για να περιγράψει τη διαδικασία ντυσίματος ή στολισμού κάποιου με ιδιαίτερη φροντίδα. Συνήθως έχει μια θετική ή κοσμητική έννοια και συχνά χρησιμοποιείται σε φορτισμένα ή επίσημα συμφραζόμενα. Οι Ισπανοί χρησιμοποιούν αυτή τη λέξη σε καθημερινές συζητήσεις για να εκφράσουν τη σημασία του εμφάνισης και της παρουσίασης.

Η συχνότητα χρήσης του "ataviar" είναι μέτρια, συναντάται συχνά σε γραπτές μορφές (π.χ., λογοτεχνία, άρθρα μόδας) αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε συζητήσεις που αφορούν τη μόδα ή τα κοσμήματα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Ella siempre trata de ataviar a sus hijos con la mejor ropa.
    (Αυτή πάντα προσπαθεί να ντύνει τα παιδιά της με τα καλύτερα ρούχα.)

  2. Para la fiesta, decidió ataviar su casa con luces y decoraciones.
    (Για το πάρτι, αποφάσισε να στολίσει το σπίτι της με φώτα και διακοσμήσεις.)

  3. Es un artista que sabe ataviar a sus modelos de manera impresionante.
    (Είναι ένας καλλιτέχνης που ξέρει να ντύνει τα μοντέλα του με εντυπωσιακό τρόπο.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "ataviar" δεν έχει πολλές ειδικές ιδιωματικές εκφράσεις, όμως, μπορεί να περιληφθεί σε κάποιες φράσεις που σχετίζονται με τη μόδα και τον στολισμό:

  1. Ataviar el día de la boda.
    (Ντύνω την ημέρα του γάμου.)

  2. Ataviar las festividades con alegría.
    (Στολίζω τις γιορτές με χαρά.)

  3. Ataviar las tradiciones familiares.
    (Ντύνω τις οικογενειακές παραδόσεις.)

  4. Ataviar un evento especial.
    (Στολίζω μια ειδική εκδήλωση.)

Ετυμολογία

Η λέξη "ataviar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "attribuere", που σημαίνει "να αποδώσω" ή "να προσθέσω". Στα Ισπανικά, η λέξη εξελίχθηκε για να δηλώσει το ντύσιμο ή το στόλισμα με πολυτέλεια.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Vestir (ντύνω) - Adornar (στολίζω)

Αντώνυμα: - Desvestir (ξεδιπλώνω) - Despojar (αφαιρώ τον στολισμό)



23-07-2024