Το "ataviar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: [ataˈβjaɾ].
Οι κύριες μεταφράσεις του "ataviar" στα ελληνικά είναι: - ντύνω - στολίζω
Η λέξη "ataviar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανών για να περιγράψει τη διαδικασία ντυσίματος ή στολισμού κάποιου με ιδιαίτερη φροντίδα. Συνήθως έχει μια θετική ή κοσμητική έννοια και συχνά χρησιμοποιείται σε φορτισμένα ή επίσημα συμφραζόμενα. Οι Ισπανοί χρησιμοποιούν αυτή τη λέξη σε καθημερινές συζητήσεις για να εκφράσουν τη σημασία του εμφάνισης και της παρουσίασης.
Η συχνότητα χρήσης του "ataviar" είναι μέτρια, συναντάται συχνά σε γραπτές μορφές (π.χ., λογοτεχνία, άρθρα μόδας) αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε συζητήσεις που αφορούν τη μόδα ή τα κοσμήματα.
Ella siempre trata de ataviar a sus hijos con la mejor ropa.
(Αυτή πάντα προσπαθεί να ντύνει τα παιδιά της με τα καλύτερα ρούχα.)
Para la fiesta, decidió ataviar su casa con luces y decoraciones.
(Για το πάρτι, αποφάσισε να στολίσει το σπίτι της με φώτα και διακοσμήσεις.)
Es un artista que sabe ataviar a sus modelos de manera impresionante.
(Είναι ένας καλλιτέχνης που ξέρει να ντύνει τα μοντέλα του με εντυπωσιακό τρόπο.)
Η λέξη "ataviar" δεν έχει πολλές ειδικές ιδιωματικές εκφράσεις, όμως, μπορεί να περιληφθεί σε κάποιες φράσεις που σχετίζονται με τη μόδα και τον στολισμό:
Ataviar el día de la boda.
(Ντύνω την ημέρα του γάμου.)
Ataviar las festividades con alegría.
(Στολίζω τις γιορτές με χαρά.)
Ataviar las tradiciones familiares.
(Ντύνω τις οικογενειακές παραδόσεις.)
Ataviar un evento especial.
(Στολίζω μια ειδική εκδήλωση.)
Η λέξη "ataviar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "attribuere", που σημαίνει "να αποδώσω" ή "να προσθέσω". Στα Ισπανικά, η λέξη εξελίχθηκε για να δηλώσει το ντύσιμο ή το στόλισμα με πολυτέλεια.
Συνώνυμα: - Vestir (ντύνω) - Adornar (στολίζω)
Αντώνυμα: - Desvestir (ξεδιπλώνω) - Despojar (αφαιρώ τον στολισμό)