Ataxia είναι ουσιαστικό.
/aˈtak.sja/
Η λέξη "ataxia" αναφέρεται σε μια νευρολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη συντονισμού και αταξία των μυών, που επηρεάζει την κίνηση και τη στάση του σώματος. Χρησιμοποιείται συνήθως στον τομέα της ιατρικής για να περιγράψει συμπτώματα που σχετίζονται με διάφορες ασθένειες ή καταστάσεις των νεύρων.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή στον ιατρικό τομέα, ειδικά σε ακαδημαϊκά και κλινικά πλαίσια, αλλά είναι λιγότερο συχνή στο καθημερινό προφορικό λόγο.
Ο ασθενής δείχνει αταξία μετά την πτώση.
"La ataxia puede ser un síntoma de varias enfermedades neurológicas."
Η αταξία μπορεί να είναι σύμπτωμα διαφόρων νευρολογικών ασθενειών.
"El tratamiento de la ataxia depende de su causa subyacente."
Λόγω της ειδικής φύσης της λέξης "ataxia", δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε ιατρικά συμφραζόμενα.
Η αταξία του βάδισμα είναι ένα σημαντικό σημάδι που πρέπει να παρατηρείται στη νευρολογία.
"El diagnóstico temprano de la ataxia puede mejorar la calidad de vida del paciente."
Η έγκαιρη διάγνωση της αταξίας μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα ζωής του ασθενούς.
"Los terapeutas suelen trabajar con pacientes que sufren de ataxia para mejorar su coordinación."
Η λέξη "ataxia" προέρχεται από το ελληνικό "ἀταξία" (atáxia), που σημαίνει "έλλειψη τάξης" ή "αταξία".
Συνώνυμα: - Αταξία (στα ελληνικά) - Uncoordination (στα αγγλικά)
Αντώνυμα: - Συντονισμός (στα ελληνικά) - Coordination (στα αγγλικά)
Αυτή η ανάλυση προσφέρει μια λεπτομερή εικόνα για τη λέξη "ataxia" και τη χρήση της στη γλώσσα Ισπανικά.