Η λέξη "atentado" είναι ουσιαστικό, και συγκεκριμένα είναι γένους αρσενικού.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "atentado" είναι [ate̞nˈtaðo].
Η λέξη "atentado" χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε μια απόπειρα ή επίθεση, συνήθως με κακόβουλη πρόθεση. Στα νομικά πλαίσια, μπορεί να σχετίζεται με αξιόποινες πράξεις, όπως είναι οι τρομοκρατικές επιθέσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, ειδικά σε πολιτικά και νομικά πλαίσια, και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό λόγο, ειδικά στις εφημερίδες και στα νομικά κείμενα.
Η επίθεση στην πόλη προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση.
Las autoridades han aumentado la seguridad tras el atentado.
Οι αρχές έχουν αυξήσει την ασφάλεια μετά την απόπειρα.
El atentado fue reivindicado por un grupo terrorista.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια επίθεση ή παραβίαση κατά των αρχών.
Atentado al honor
Αναφέρεται σε ενέργειες που πλήττουν την αξιοπρέπεια κάποιου.
Atentado a la libertad
Χρησιμοποιείται σε πλαίσια που αναφέρονται στην καταπάτηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Atentado económico
Η λέξη "atentado" προέρχεται από το ρήμα "atentar", που σημαίνει "να επιχειρήσει" ή "να αποπειραθεί". Στην λατινική γλώσσα, η ρίζα είναι "atentare", που έχει παρόμοια σημασία.
Συνώνυμα: - Asalto (επίθεση) - Ataque (επίθεση) - Incidente (γεγονός)
Αντώνυμα: - Protección (προστασία) - Seguridad (ασφάλεια) - Paz (ειρήνη)