Ρήμα
[ate̞nˈtaɾ]
Η λέξη "atentar" στα Ισπανικά σημαίνει να επιτεθείς, να προσπαθήσεις να βλάψεις κάποιον ή κάτι, ή να σχεδιάσεις μια επίθεση. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά συμφραζόμενα για να περιγράψει πράξεις βίας ή τρομοκρατίας. Η χρήση της είναι συχνή σε ακαδημαϊκά και γραπτά κείμενα, αλλά και στον προφορικό λόγο.
El grupo planea atentar contra el gobierno.
(Η ομάδα σχεδιάζει να επιτεθεί κατά της κυβέρνησης.)
No es correcto atentar la vida de otros.
(Δεν είναι σωστό να απειλήσεις τη ζωή των άλλων.)
Atentar contra los derechos humanos es un crimen.
(Η επίθεση κατά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι έγκλημα.)
Η λέξη "atentar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
Atentar contra la ley
(Να επιτίθεσαι στον νόμο)
Είναι επικίνδυνο atentar contra la ley, ya que las consecuencias pueden ser graves.
(Είναι επικίνδυνο να παραβιάζεις το νόμο, καθώς οι συνέπειες μπορεί να είναι σοβαρές.)
Atentar contra la moral
(Να επιτίθεσαι στην ηθική)
Sus acciones atentan contra la moral de la sociedad.
(Οι δράσεις του επιτίθενται στην ηθική της κοινωνίας.)
Atentar la paciencia de alguien
(Να δοκιμάσεις την υπομονή κάποιου)
Su comportamiento atenta la paciencia de todos en la oficina.
(Η συμπεριφορά του δοκιμάζει την υπομονή όλων στο γραφείο.)
Η λέξη "atentar" προέρχεται από το λατινικό "attentare", που είναι η σύνθετη μορφή του "ad-" (προς, σε) και "tendere" (να τεντώσω, να απλώσω), υποδηλώνοντας την έννοια της προσέγγισης ή της επίθεσης.