Atento είναι επίθετο.
[aˈtento]
Η λέξη atento χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι προσεκτικός, παρατηρητικός ή σε εγρήγορση. Είναι συνηθισμένη τόσο στον προφορικό λόγο όσο και σε γραπτά κείμενα, αν και είναι συχνότερη σε καταστάσεις που απαιτούν προσοχή ή εστίαση.
Está muy atento en clase.
Είναι πολύ προσεκτικός στην τάξη.
Debes estar atento a los detalles.
Πρέπει να είσαι προσεκτικός στις λεπτομέρειες.
Η λέξη atento χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Estar atento a las señales.
Να είσαι προσεκτικός στα σήματα.
Ser atento con los demás.
Να είσαι ευγενικός/προσεκτικός με τους άλλους.
Mantenerse atento a la situación.
Να παραμένεις προσεκτικός στην κατάσταση.
Estar siempre atento al teléfono.
Να είσαι πάντα πρόθυμος να απαντήσεις στο τηλέφωνο.
Η λέξη atento προέρχεται από το Λατινικό attentus, που σημαίνει "να δίνεις προσοχή, να είσαι προσεκτικός".
Συνώνυμα: - vigilante (σε εγρήγορση) - cuidadoso (προσεχτικός)
Αντώνυμα: - desatento (απρόσεκτος) - distraído (απασχολημένος, αφηρημένος)