atenuante - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

atenuante (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "atenuante" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /ateˈnu̟ante/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "atenuante" αναφέρεται σε ένα στοιχείο που μπορεί να μετριάσει ή να ελαφρύνει μια κατάσταση ή ένα περιστατικό. Συχνά χρησιμοποιείται στο νομικό πλαίσιο για να περιγράψει παράγοντες που αποδυναμώνουν την ευθύνη ή την ποινή ενός αδικήματος. Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε νομικές ή ακαδημαϊκές συζητήσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El juez consideró las circunstancias atenuantes en la sentencia.
  2. Ο δικαστής θεώρησε τα ελαφρυντικά στοιχεία στην απόφαση.

  3. Las pruebas presentadas sirvieron como atenuante en el juicio.

  4. Οι αποδείξεις που παρουσιάστηκαν χρησίμευσαν ως ελαφρυντικό στη δίκη.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "atenuante" χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά συμφραζόμενα, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Sopesar las atenuantes.
  2. Να ζυγίζεις τα ελαφρυντικά. (εννοώντας να εξετάζεις όλες τις παραμέτρους)

  3. No hay atenuantes en este caso.

  4. Δεν υπάρχουν ελαφρυντικά σε αυτή την περίπτωση. (σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμία δικαιολογία ή ανακούφιση)

  5. Los atenuantes no desculpan la acción.

  6. Τα ελαφρυντικά δεν δικαιολογούν την πράξη. (εννοώντας ότι οι ελαφρυντικοί παράγοντες δεν αρκούν για να σβήσουν την ευθύνη)

Ετυμολογία

Η λέξη "atenuante" προέρχεται από το ισπανικό ρήμα "atenuar", που σημαίνει "να μετριάζω" ή "να ελαφρύνω", και αυτό με τη σειρά του προέρχεται από το λατινικό "attenuare".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - eclamante - mitigante

Αντώνυμα: - agravante (επιβαρυντικό) - intensificante (εντατικοποιητής)



23-07-2024