Η λέξη "atenuante" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /ateˈnu̟ante/
Η λέξη "atenuante" αναφέρεται σε ένα στοιχείο που μπορεί να μετριάσει ή να ελαφρύνει μια κατάσταση ή ένα περιστατικό. Συχνά χρησιμοποιείται στο νομικό πλαίσιο για να περιγράψει παράγοντες που αποδυναμώνουν την ευθύνη ή την ποινή ενός αδικήματος. Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε νομικές ή ακαδημαϊκές συζητήσεις.
Ο δικαστής θεώρησε τα ελαφρυντικά στοιχεία στην απόφαση.
Las pruebas presentadas sirvieron como atenuante en el juicio.
Η λέξη "atenuante" χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά συμφραζόμενα, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Να ζυγίζεις τα ελαφρυντικά. (εννοώντας να εξετάζεις όλες τις παραμέτρους)
No hay atenuantes en este caso.
Δεν υπάρχουν ελαφρυντικά σε αυτή την περίπτωση. (σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμία δικαιολογία ή ανακούφιση)
Los atenuantes no desculpan la acción.
Η λέξη "atenuante" προέρχεται από το ισπανικό ρήμα "atenuar", που σημαίνει "να μετριάζω" ή "να ελαφρύνω", και αυτό με τη σειρά του προέρχεται από το λατινικό "attenuare".
Συνώνυμα: - eclamante - mitigante
Αντώνυμα: - agravante (επιβαρυντικό) - intensificante (εντατικοποιητής)