Η λέξη "ateo" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /aˈte.o/
Η λέξη "ateo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που δεν πιστεύει σε θεό ή σε θεούς. Είναι ένας όρος που συχνά χρησιμοποιείται για να δηλώσει την έλλειψη θρησκευτικής πίστης ή υπάρχουσας πίστης σε οποιαδήποτε ανώτερη δύναμη. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι γενικά υψηλή τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να έχει μεγαλύτερη εμφάνιση σε ακαδημαϊκά ή φιλοσοφικά κείμενα.
Παραδείγματα προτάσεων:
1. "El ateo no cree en la existencia de un dios."
(Ο άθεος δεν πιστεύει στην ύπαρξη ενός θεού.)
Η λέξη "ateo" δεν έχει πολλές γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά οι παρακάτω φράσεις δείχνουν πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιο πλούσιες αλληλεπιδράσεις:
"Vivir como un ateo implica cuestionar todo lo que te han enseñado."
(Το να ζεις ως άθεος σημαίνει να αμφισβητείς ό,τι σε έχουν διδάξει.)
"Ser ateo no significa ser inmoral."
(Το να είσαι άθεος δεν σημαίνει ότι είσαι ανήθικος.)
Η λέξη "ateo" προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη ἄθεος (átheos), που σημαίνει "χωρίς θεό", όπου το πρόθεμα "a-" δηλώνει την απουσία και το "theos" σημαίνει "θεός".
Συνώνυμα: - incrédulo (απίστευτος) - escéptico (σκεπτικιστής)
Αντώνυμα: - creyente (πιστός) - religioso (θρησκευτικός)