Aterciopelado είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /ateɾθjopeˈlaðo/
Η λέξη aterciopelado χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει υφή ή εμφάνιση σαν βελούδο, δηλαδή είναι μαλακό, λείο και ευχάριστο στην επαφή. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά πιο συχνά σε περιγραφές προϊόντων, τεχνικών χαρακτηριστικών, καθώς και σε καλλιτεχνικά ή λογοτεχνικά κείμενα.
La superficie de la tela es aterciopelada y suave.
Η επιφάνεια του υφάσματος είναι βελούδινη και απαλή.
Compré un vestido aterciopelado para la fiesta.
Αγόρασα ένα βελούδινο φόρεμα για το πάρτι.
Η λέξη aterciopelado δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε ορισμένες περιπτώσεις για να περιγράψει καταστάσεις ή συναισθήματα με τη μεταφορική έννοια:
Su voz es aterciopelada, suena muy agradable.
Η φωνή του είναι βελούδινη, ακούγεται πολύ ευχάριστη.
Tienen un carácter aterciopelado que hace la convivencia más fácil.
Έχουν έναν βελούδινο χαρακτήρα που διευκολύνει τη συγκατοίκηση.
El ambiente de la sala era aterciopelado, ideal para relajarse.
Η ατμόσφαιρα της αίθουσας ήταν βελούδινη, ιδανική για χαλάρωση.
Η λέξη προέρχεται από το ιταλικό "vellutato," το οποίο σημαίνει "βελούδινος," και έχει ρίζες στο λατινικό "vellus," που σημαίνει "μαλλί" ή "βούρτσα."
Συνώνυμα: - Suave (μαλακός) - Liso (λείο)
Αντώνυμα: - Áspero (τραχύς) - Rugoso (στριφνός)
Αυτά τα στοιχεία προσδιορίζουν την έννοια και τη χρήση της λέξης aterciopelado στα Ισπανικά.