Η λέξη "aterrador" είναι επίθετο.
/ateraˈɾaðoɾ/
Η λέξη "aterrador" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που προκαλεί φόβο ή τρόμο. Είναι συνηθισμένη στους τομείς της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου και στις καθημερινές συνομιλίες όταν αναφέρεται σε τρομακτικές καταστάσεις ή γεγονότα. Χρησιμοποιείται και στους δύο τύπους λόγου, αλλά είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτό κείμενο.
La película era tan aterradora que no pude dormir.
(Η ταινία ήταν τόσο τρομακτική που δεν μπορούσα να κοιμηθώ.)
El monstro en el cuento es aterrador.
(Το τέρας στο παραμύθι είναι τρομακτικό.)
La noticia sobre el accidente fue aterradora para todos.
(Η είδηση για το ατύχημα ήταν τρομακτική για όλους.)
Η λέξη "aterrador" χρησιμοποιείται και σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Una experiencia aterradora
(Μια τρομακτική εμπειρία)
Esta noche, tuve una experiencia aterradora en la casa abandonada.
(Αυτή τη νύχτα, είχα μια τρομακτική εμπειρία στο εγκαταλελειμμένο σπίτι.)
Siento un miedo aterrador
(Νιώθω έναν τρομακτικό φόβο)
Cuando escuché el trueno, sentí un miedo aterrador.
(Όταν άκουσα τη βροντή, ένιωσα έναν τρομακτικό φόβο.)
Era un espectáculo aterrador
(Ήταν ένα τρομακτικό θέαμα)
El espectáculo de fuegos artificiales durante la tormenta se volvió un espectáculo aterrador.
(Το θέαμα των πυροτεχνημάτων κατά τη διάρκεια της καταιγίδας έγινε ένα τρομακτικό θέαμα.)
Η λέξη "aterrador" προέρχεται από το ρήμα "aterrar", το οποίο σημαίνει "να τρομάξει" ή "να προκαλέσει φόβο". Η ρίζα του "terrar" συνδέεται με τη λέξη για τη γη (tierra).
Συνώνυμα:
- escalofriante (ανατριχιαστικός)
- espeluznante (τρομακτικός)
Αντώνυμα:
- tranquilizador (ηρεμιστικός)
- reconfortante (παρηγορητικός)
Αυτή η ανάλυση της λέξης "aterrador" ενσωματώνει σημαντικές πληροφορίες για την κατανόηση και τη χρήση της στη γλώσσα Ισπανικά.