Το ρήμα.
/ateˈrizar/
Η λέξη "aterrizar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία κατά την οποία ένα αεροσκάφος ή άλλο αεροσκάφος κατεβαίνει από τον αέρα και προσγειώνεται σε μία επιφάνεια. Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της αεροναυτικής και της αεροπορίας. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά στη αεροπορία και τα ταξίδια. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με πτήσεις.
Το αεροπλάνο θα προσγειωθεί σε δέκα λεπτά.
Es importante asegurarse de que el tren de aterrizaje esté en buen estado antes de aterrizar.
Στην ισπανική γλώσσα δεν υπάρχουν πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που να περιλαμβάνουν την λέξη "aterrizar". Ωστόσο, μπορούμε να παραθέσουμε μερικές προτάσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη αυτή για να κατανοήσουμε την χρήση της σε διαφορετικά συμφραζόμενα.
Στο τέλος μιας μακράς συζήτησης, πρέπει να προσγειωθούμε στην πραγματικότητα.
Después de tantas ideas, es hora de aterrizar el proyecto.
Μετά από τόσες πολλές ιδέες, ήρθε η ώρα να προσγειώσουμε το έργο.
No te vayas tan lejos, aterrice en un punto medio.
Η λέξη προέρχεται από την πρόθεση "a-" που σημαίνει "προς" και από την λέξη "tierra", που σημαίνει "γη". Συνεπώς, το "aterrizar" κυριολεκτικά σημαίνει "να πάει προς τη γη".
Posarse (προσγειώνομαι)
Αντώνυμα: