Η λέξη "aterrorizar" σημαίνει να κάνεις κάποιον να αισθανθεί τρόμο ή φόβο, να προκαλέσεις αγωνία ή πανικό. Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά είναι επίσης συχνά παρούσα σε γραπτές μορφές όπως στη λογοτεχνία, τη δημοσιογραφία ή στα μέσα ενημέρωσης.
Η ταινία κατάφερε να τρομάξει όλο το κοινό.
La noticia de un posible terremoto puede aterrorizar a la población.
Η είδηση για ένα ενδεχόμενο σεισμό μπορεί να τρομάξει τον πληθυσμό.
El perro comenzó a ladrar y eso aterroriza a los niños.
Η λέξη "aterrorizar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που υποδηλώνουν έντονο φόβο ή ανησυχία.
Μη αφήνεις τον φόβο να σε τρομάξει.
Las películas de terror siempre logran aterrorizar.
Οι ταινίες τρόμου πάντα καταφέρνουν να τρομάξουν.
Su mirada podía aterrorizar a cualquiera.
Το βλέμμα του μπορούσε να τρομάξει οποιονδήποτε.
La idea de perder su trabajo lo aterroriza.
Η ιδέα να χάσει τη δουλειά του τον τρομάζει.
Aterrorizado por la oscuridad, no podía dormir.
Η λέξη "aterrorizar" προέρχεται από τη σύνθεση του προθέματος "a-" και του ουσιαστικού "terror," που σημαίνει φόβος ή τρόμος. Η ρίζα της λέξης συνδέεται με τη λατινική λέξη "terror," που σημαίνει επίσης φόβος.