Η λέξη "atestado" είναι ουσιαστικό και επίσης μπορεί να λειτουργήσει ως επώνυμο σε ορισμένα συμφραζόμενα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "atestado" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /ate'stado/
Η λέξη "atestado" αναφέρεται συνήθως σε ένα επίσημο έγγραφο που πιστοποιεί ή επιβεβαιώνει γεγονότα, συνήθως χρήσιμο σε νομικά ή διοικητικά πλαίσια. Χρησιμοποιείται συχνά και σε περιπτώσεις που απαιτείται έγγραφη παραδοχή ή αναφορά από μια αρχή. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε προφορική επικοινωνία, κυρίως σε θεσμικά και νομικά περιβάλλοντα.
Το ιατρικό πιστοποιητικό ζητήθηκε από τον δικαστή.
Necesitamos un atestado de buena conducta para la solicitud de empleo.
Η λέξη "atestado" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμπλακεί σε φράσεις που περιγράφουν διαδικασίες ή νομικές καταστάσεις.
Το αστυνομικό έγγραφο παρουσιάστηκε στο δικαστήριο.
El atestado notarial garantiza la veracidad de los hechos.
Το συμβολαιογραφικό πιστοποιητικό εγγυάται την αλήθεια των γεγονότων.
Al finalizar el curso, se emitirá un atestado de capacitación.
Η λέξη "atestado" προέρχεται από το ρήμα "atestiguar" που σημαίνει "να μαρτυρήσει" ή "να πιστοποιήσει" και αποτελεί φυγόκεντρη μορφή της λέξης "testemunio".
Συνώνυμα: - certificado - documento - constancia
Αντώνυμα: - negación (άρνηση) - falsedad (ψευδότητα)
Η λέξη "atestado" διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε νομικά και διοικητικά συμφραζόμενα, αποδεικνύοντας τη σημασία της στις ισπανόφωνες γλώσσες.