Το "atestar" είναι ρήμα στον αόριστο (Infinitive) και ανήκει στην κατηγορία των αρνητικών ρημάτων (intransitive verbs).
/a.te̞sˈtaɾ/
Το "atestar" σημαίνει να πιστοποιείς ή να επιβεβαιώνεις κάτι, συχνά αναφερόμενο σε πρόσωπα, γεγονότα ή έγγραφα. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά συμφραζόμενα και στα πλαίσια τελικών ελέγχων ή διαδικασιών. Η χρήση του είναι συχνή και στα δύο πλαίσια, προφορικά και γραπτά.
Ο μάρτυρας κλήθηκε να πιστοποιήσει κατά τη διάρκεια της δίκης.
Es importante atestar la autenticidad de los documentos.
Είναι σημαντικό να επιβεβαιώσετε την αυθεντικότητα των εγγράφων.
El notario atestó la firma del contrato.
Το "atestar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, που περιλαμβάνουν την έννοια της πιστοποίησης ή της επιβεβαίωσης. Παρακάτω είναι μερικές παραδείγματα:
Να πιστοποιήσω την πραγματικότητα των γεγονότων.
No puedo atestar que eso haya sucedido.
Δεν μπορώ να επιβεβαιώσω ότι αυτό συνέβη.
Atestar ante notario es un procedimiento legal.
Η πιστοποίηση ενώπιον συμβολαιογράφου είναι μια νομική διαδικασία.
Los documentos deben atestar la veracidad de la información.
Τα έγγραφα πρέπει να επιβεβαιώνουν την αλήθεια των πληροφοριών.
El examen atestó el conocimiento del estudiante.
Η λέξη "atestar" προέρχεται από τη σύνθεση του προθέματος "a-" και του ρήματος "testar", το οποίο σημαίνει "να μαρτυρώ" ή "να καταθέτω". Έχει τις ρίζες της στη λατινική λέξη "testari".