Το "atestiguar" είναι ρήμα.
/a.tes.ti.ˈɣwaɾ/
Η λέξη "atestiguar" σημαίνει να δίνεις μαρτυρία ή να επιβεβαιώνεις κάτι, συνήθως σε νομικό ή επίσημο πλαίσιο. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία κατάθεσης ή αναφοράς γεγονότων που έγιναν γνωστά από έναν μάρτυρα. Στη γλώσσα των Ισπανικών χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, συνήθως σε νομικά έγγραφα ή περιπτώσεις δικαστηρίου.
Ο μάρτυρας έπρεπε να καταθέσει στο δικαστήριο.
Necesito que atestigües que viste el accidente.
Χρειάζομαι να επιβεβαιώσεις ότι είδες το ατύχημα.
El notario atestiguó la firma del contrato.
Το "atestiguar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που συνδέονται με την έννοια της μαρτυρίας ή της επιβεβαίωσης.
Να μαρτυρήσεις την αλήθεια.
Atestiguar en un acto legal.
Να καταθέσεις σε νομική διαδικασία.
Atestiguar la ocurrencia de un hecho.
Να επιβεβαιώσεις την εκδήλωση ενός γεγονότος.
Atestiguar con pruebas.
Η λέξη "atestiguar" προέρχεται από την ισπανική λέξη "testigo" που σημαίνει "μάρτυρα", η οποία έχει τις ρίζες της στα Λατινικά. Το "atestiguar" συνδυάζει τη ρίζα του "testis" (μάρτυρας) με το πρόθεμα "a-", υποδηλώνοντας μία ενέργεια που σχετίζεται με τον μάρτυρα.
Συνώνυμα: - dar fe (δίνω μαρτυρία) - certificar (πιστοποιώ) - confirmar (επιβεβαιώνω)
Αντώνυμα: - negar (αρνούμαι) - desmentir (διαψεύδω)
Αυτές οι πληροφορίες προβάλλουν την ευρύτητα και τη σημασία της λέξης "atestiguar" στο πλαίσιο του Ισπανικού δικαίου και της καθημερινής γλώσσας.