atiborrar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

atiborrar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "atiborrar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "atiborrar" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι /atiβoˈrar/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "atiborrar" σημαίνει να γεμίζεις κάτι πέρα από το φυσιολογικό, συχνά αναφερόμενη σε τρόφιμα ή αντικείμενα. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να φορτώνεις ή να γεμίζεις ένα δοχείο ή χώρο με κάτι σε υπερβολική ποσότητα. Χρησιμοποιείται συχνά και στη γλώσσα της καθημερινής επικοινωνίας, τόσο προφορικά όσο και γραπτά.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Los niños atiborraron la mesa de comida.
  2. Τα παιδιά γέμισαν το τραπέζι με φαγητό.

  3. No debemos atiborrar el armario con ropa que no usamos.

  4. Δεν πρέπει να φορτώνουμε την ντουλάπα με ρούχα που δεν χρησιμοποιούμε.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "atiborrar" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα:

  1. Atiborrar de trabajo a alguien.
  2. Να γεμίσεις κάποιον με δουλειά.
  3. "El jefe decidió atiborrar a Juan de tareas."
  4. Ο διευθυντής αποφάσισε να γεμίσει τον Χουάν με καθήκοντα.

  5. Atiborrar a alguien de comida.

  6. Να χορτάσεις κάποιον με φαγητό.
  7. "Durante la fiesta, atiborraron a los invitados con delicias."
  8. Κατά τη διάρκεια της γιορτής, χόρτασαν τους καλεσμένους με λιχουδιές.

  9. No atiborres tu vida de problemas.

  10. Μην γεμίζεις τη ζωή σου με προβλήματα.
  11. "Es mejor vivir con simplicidad y no atiborrar tu vida de problemas innecesarios."
  12. Είναι καλύτερο να ζεις απλά και να μην γεμίζεις τη ζωή σου με περιττά προβλήματα.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "atiborrar" προέρχεται από το σύνθετο της πρόθεσης "a-" και του ρήματος "borrar", το οποίο σημαίνει σβήνω. Από την εξέλιξη της χρήσης της, πήρε τη σημασία του να γεμίζεις κάτι πέρα από το κανονικό.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - abarrotar (γεμίζω υπερβολικά) - colmar (καλύπτω πλήρως)

Αντώνυμα: - vaciar (αδειάζω) - desocupar (αδειάζω/ξεκαθαρίζω)



23-07-2024