Το "atiborrar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "atiborrar" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι /atiβoˈrar/.
Η λέξη "atiborrar" σημαίνει να γεμίζεις κάτι πέρα από το φυσιολογικό, συχνά αναφερόμενη σε τρόφιμα ή αντικείμενα. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να φορτώνεις ή να γεμίζεις ένα δοχείο ή χώρο με κάτι σε υπερβολική ποσότητα. Χρησιμοποιείται συχνά και στη γλώσσα της καθημερινής επικοινωνίας, τόσο προφορικά όσο και γραπτά.
Τα παιδιά γέμισαν το τραπέζι με φαγητό.
No debemos atiborrar el armario con ropa que no usamos.
Η λέξη "atiborrar" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα:
Ο διευθυντής αποφάσισε να γεμίσει τον Χουάν με καθήκοντα.
Atiborrar a alguien de comida.
Κατά τη διάρκεια της γιορτής, χόρτασαν τους καλεσμένους με λιχουδιές.
No atiborres tu vida de problemas.
Η λέξη "atiborrar" προέρχεται από το σύνθετο της πρόθεσης "a-" και του ρήματος "borrar", το οποίο σημαίνει σβήνω. Από την εξέλιξη της χρήσης της, πήρε τη σημασία του να γεμίζεις κάτι πέρα από το κανονικό.
Συνώνυμα: - abarrotar (γεμίζω υπερβολικά) - colmar (καλύπτω πλήρως)
Αντώνυμα: - vaciar (αδειάζω) - desocupar (αδειάζω/ξεκαθαρίζω)