Το "atisbar" είναι ρήμα.
/atisˈβaɾ/
Η λέξη "atisbar" σημαίνει να κατανοήσεις ή να αντιληφθείς κάτι που δεν είναι άμεσα προφανές. Συχνά χρησιμοποιείται σε εμπορικούς ή κοινωνικούς τομείς όταν κάποιος προσπαθεί να ερμηνεύσει ή να αποκαλύψει πληροφορίες ή προθέσεις.
Η χρήση του "atisbar" παρατηρείται συχνότερα στον γραπτό λόγο, όπως σε λογοτεχνικά κείμενα ή αναλυτικές εκθέσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
Παράδειγμα προτάσεων:
- "El detective pudo atisbar las intenciones del sospechoso."
(Ο ντετέκτιβ μπόρεσε να υποψιαστεί τις προθέσεις του υπόπτου.)
Η λέξη "atisbar" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε φράσεις που δηλώνουν την αναγνώριση ή την υποψία. Ακολουθούν ορισμένες παραδείγματα:
"Atisbar el futuro no es fácil."
(Δεν είναι εύκολο να υποψιαστείς το μέλλον.)
"Al atisbar los cambios en su comportamiento, decidí hablar con él."
(Όταν υποψιάστηκα τις αλλαγές στη συμπεριφορά του, αποφάσισα να μιλήσω μαζί του.)
"Es importante atisbar las señales de advertencia."
(Είναι σημαντικό να αντιληφθείς τα σημάδια προειδοποίησης.)
Η λέξη "atisbar" προέρχεται από το αραβικό "atiṣbar", που σημαίνει "να παρατηρώ" ή "να επόπτευω".
Συνώνυμα: - sospechar (υποψιάζομαι) - deducir (υποθέτω) - discernir (διακρίνω)
Αντώνυμα: - ignorar (αγνοώ) - desestimar (απορρίπτω) - rechazar (αρνούμαι)