Ο όρος "atleta" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "atleta" στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA) είναι: /atˈleta/.
Η λέξη "atleta" μεταφράζεται στα ελληνικά ως "αθλητής" για τους άνδρες και "αθλήτρια" για τις γυναίκες, ανάλογα με το φύλο.
Η λέξη "atleta" αναφέρεται σε ένα άτομο που συμμετέχει σε αθλητικές δραστηριότητες, συνήθως σε οργανωμένους αγώνες ή εκδηλώσεις. Χρησιμοποιείται στη γλώσσα των σπορ και των διαγωνισμών και είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο, αλλά και στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε μέρη που σχετίζονται με τον αθλητισμό.
El atleta ganó la medalla de oro en los Juegos Olímpicos. Ο αθλητής κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
La atleta se prepara para la competencia del próximo mes. Η αθλήτρια προετοιμάζεται για τον αγώνα του επόμενου μήνα.
Η λέξη "atleta" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες μπορούν να επεξηγήσουν διάφορες πτυχές του αθλητισμού ή της αθλητικής κουλτούρας.
Αυτή η φράση αναφέρεται σε κάποιον που έχει φτάσει σε πολύ υψηλό επίπεδο απόδοσης σε έναν συγκεκριμένο αθλητισμό.
Atleta de resistencia. Αθλητής αντοχής.
Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται για αθλητές που ειδικεύονται σε αγωνίσματα αντοχής, όπως το τρέξιμο μεγάλων αποστάσεων.
Atleta prodigio. Θαύμα αθλητισμού.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει νέους αθλητές που επιτυγχάνουν ασυνήθιστα υψηλές επιδόσεις σε νεαρή ηλικία.
Atletas amateurs. Ερασιτέχνες αθλητές.
Η λέξη "atleta" προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "ἀθλητής" (athlētēs), που σημαίνει "αυτός που αγωνίζεται" ή "αθλητής".
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν την έννοια και τη χρήση της λέξης "atleta" στην ισπανική γλώσσα.