atorado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

atorado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "atorado" είναι ρήμα στα Ισπανικά.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: a.toˈɾa.ðo

Μετάφραση

Στα Ελληνικά, η λέξη "atorado" μεταφράζεται ως "στριμωγμένος".

Χρήση/Σημασία

Η λέξη "atorado" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να υποδηλώσει ότι κάποιος ή κάτι έχει κολλήσει, συσσωρεύεται ή εμποδίζεται κατά κάποιον τρόπο. Συχνά χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο σε καθημερινές καταστάσεις.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El coche se quedó atorado en el barro. (Το αυτοκίνητο κόλλησε στη λάσπη).
  2. No puedo abrir esta puerta, está atorada. (Δεν μπορώ να ανοίξω αυτήν την πόρτα, είναι μπλοκαρισμένη).

Ετυμολογία

Η λέξη "atorado" προέρχεται από το ρήμα "atar", που σημαίνει "δένω" ή "δένω σφιχτά".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



3