Το "atormentar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "atormentar" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /atoɾmenˈtaɾ/
Η λέξη "atormentar" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - βασανίζω - ταλαιπωρώ - ενοχλώ
Το "atormentar" σημαίνει να προκαλείς πόνο, αγωνία ή δυσφορία σε κάποιον, είτε σωματικά είτε ψυχολογικά. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση όπου κάποιος υποφέρει ή αισθάνεται έντονη ανησυχία. Είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη στο Ισπανικά, τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
Los recuerdos del accidente lo atormentan cada noche.
(Οι αναμνήσεις του ατυχήματος τον βασανίζουν κάθε βράδυ.)
El niño atormentaba a su hermano menor para divertirse.
(Το αγόρι ταλαιπωρούσε τον μικρότερο αδελφό του για να διασκεδάσει.)
No puedo dejar de pensar en esa decisión que me atormenta.
(Δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι σε αυτή την απόφαση που με βασανίζει.)
Το "atormentar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις:
Atormentar a alguien la conciencia.
(Να βασανίζεις κάποιον με τη συνείδηση.)
Αυτή η ιδέα μου βασανίζει τη συνείδηση κάθε μέρα.
Atormentar con preguntas.
(Να βασανίζεις με ερωτήσεις.)
El profesor atormentó a los estudiantes con preguntas difíciles durante el examen.
(Ο καθηγητής βασάνισε τους μαθητές με δύσκολες ερωτήσεις κατά τη διάρκεια της εξέτασης.)
El pensamiento de la soledad me atormenta.
(Η σκέψη της μοναξιάς με βασανίζει.)
El pensamiento de no tener amigos en mi nueva ciudad me atormenta.
Atormentar con críticas.
(Να βασανίζεις με κριτικές.)
A veces, las críticas pueden atormentar a un artista sensible.
(Κάποιες φορές, οι κριτικές μπορεί να βασανίζουν έναν ευαίσθητο καλλιτέχνη.)
Atormentar a alguien con el pasado.
(Να βασανίζεις κάποιον με το παρελθόν.)
No quiero atormentar a mis amigos con mis antiguas frustraciones.
(Δεν θέλω να βασανίζω τους φίλους μου με τις παλιές απογοητεύσεις μου.)
Η λέξη "atormentar" προέρχεται από το λατινικό "tormentare", που σημαίνει "να βασανίζω" ή "να ταλαιπωρώ".
Συνώνυμα: - angustiar (αναστατώνω) - inquietar (ανησυχώ) - molestar (ενοχλώ)
Αντώνυμα: - aliviar (ανακουφίζω) - consolar (παρηγορώ) - tranquilizar (ηρεμώ)